Translation meaning & definition of the word "drunk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκουπισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drunk
[Μεθυσμένος]/drəŋk/
noun
1. A chronic drinker
- synonym:
- drunkard ,
- drunk ,
- rummy ,
- sot ,
- inebriate ,
- wino
1. Ένας χρόνιος πότης
- συνώνυμο:
- μέθυσος ,
- μεθυσμένος ,
- ρουμί ,
- παραφυάδα ,
- μεθάω ,
- γουίνο
2. Someone who is intoxicated
- synonym:
- drunk
2. Κάποιος που είναι μεθυσμένος
- συνώνυμο:
- μεθυσμένος
adjective
1. Stupefied or excited by a chemical substance (especially alcohol)
- "A noisy crowd of intoxicated sailors"
- "Helplessly inebriated"
- synonym:
- intoxicated ,
- drunk ,
- inebriated
1. Ερεθισμένος ή ενθουσιασμένος από μια χημική ουσία (ειδικά αλκοόλ)
- "Ένα θορυβώδες πλήθος μεθυσμένων ναυτικών"
- "Ανίκανα ανεξέλεγκτα"
- συνώνυμο:
- μεθυσμένοσ ,
- μεθυσμένος
2. As if under the influence of alcohol
- "Felt intoxicated by her success"
- "Drunk with excitement"
- synonym:
- intoxicated ,
- drunk
2. Σαν να είναι υπό την επήρεια αλκοόλ
- "Ένιωσε μεθυσμένος από την επιτυχία της"
- "Σκουπισμένος με ενθουσιασμό"
- συνώνυμο:
- μεθυσμένοσ ,
- μεθυσμένος
Examples of using
I'm totally drunk.
Είμαι εντελώς μεθυσμένος.
The drunk driver took the turn too fast, lost control of his car, and sideswiped six parked cars.
Ο μεθυσμένος οδηγός πήρε τη στροφή πολύ γρήγορα, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και πλάγιασε έξι σταθμευμένα αυτοκίνητα.
He barfed as much as he had drunk.
Αποφεύγει όσο είχε μεθύσει.