Translation meaning & definition of the word "drum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τύμπανο" στην ελληνική γλώσσα
Drum
[Τύμπανο]noun
1. A musical percussion instrument
- Usually consists of a hollow cylinder with a membrane stretched across each end
- synonym:
- drum ,
- membranophone ,
- tympan
1. Ένα μουσικό κρουστό όργανο
- Συνήθως αποτελείται από έναν κοίλο κύλινδρο με μια μεμβράνη τεντωμένη σε κάθε άκρο
- συνώνυμο:
- τύμπανο ,
- μεμβρανόφωνο
2. The sound of a drum
- "He could hear the drums before he heard the fifes"
- synonym:
- drum
2. Ο ήχος ενός τυμπάνου
- "Μπορούσε να ακούσει τα ντραμς πριν ακούσει τους πέμπτους"
- συνώνυμο:
- τύμπανο
3. A bulging cylindrical shape
- Hollow with flat ends
- synonym:
- barrel ,
- drum
3. Ένα διογκωμένο κυλινδρικό σχήμα
- Κοίλο με επίπεδες άκρες
- συνώνυμο:
- βαρέλι ,
- τύμπανο
4. A cylindrical metal container used for shipping or storage of liquids
- synonym:
- drum ,
- metal drum
4. Ένα κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιείται για τη ναυτιλία ή την αποθήκευση υγρών
- συνώνυμο:
- τύμπανο ,
- μεταλλικό τύμπανο
5. A hollow cast-iron cylinder attached to the wheel that forms part of the brakes
- synonym:
- brake drum ,
- drum
5. Ένας κοίλος χυτοσίδηρος κύλινδρος που συνδέεται με τη ρόδα που αποτελεί μέρος των φρένων
- συνώνυμο:
- τύμπανο φρένων ,
- τύμπανο
6. Small to medium-sized bottom-dwelling food and game fishes of shallow coastal and fresh waters that make a drumming noise
- synonym:
- drum ,
- drumfish
6. Μικρά έως μεσαίου μεγέθους κατώτατα τρόφιμα και ψάρια παιχνιδιών ρηχών παράκτιων και γλυκών υδάτων που κάνουν ένα θόρυβο τυμπάνων
- συνώνυμο:
- τύμπανο ,
- τυμπανοκρουσία
verb
1. Make a rhythmic sound
- "Rain drummed against the windshield"
- "The drums beat all night"
- synonym:
- drum ,
- beat ,
- thrum
1. Κάντε ένα ρυθμικό ήχο
- "Η ακτίνα τυμπανίζεται ενάντια στο παρμπρίζ"
- "Τα ντραμς χτυπούσαν όλη τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- τύμπανο ,
- νικητής ,
- παραφυάδα
2. Play a percussion instrument
- synonym:
- drum
2. Παίξτε ένα όργανο κρουστών
- συνώνυμο:
- τύμπανο
3. Study intensively, as before an exam
- "I had to bone up on my latin verbs before the final exam"
- synonym:
- cram ,
- grind away ,
- drum ,
- bone up ,
- swot ,
- get up ,
- mug up ,
- swot up ,
- bone
3. Μελετήστε εντατικά, όπως και πριν από την εξέταση
- "Έπρεπε να ανέβω στα λατινικά ρήματά μου πριν από την τελική εξέταση"
- συνώνυμο:
- κράμπα ,
- απομακρύνομαι ,
- τύμπανο ,
- αναπηδώ ,
- παραπονιέμαι ,
- σηκώνομαι ,
- κούπα ,
- πετώ ,
- οστό