Translation meaning & definition of the word "drudgery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραβατικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drudgery
[Ανατρεπτική]/drəʤəri/
noun
1. Hard monotonous routine work
- synonym:
- drudgery ,
- plodding ,
- grind ,
- donkeywork
1. Σκληρή μονότονη εργασία ρουτίνας
- συνώνυμο:
- αποχειρουργική ,
- επένδυση ,
- αλείφω ,
- γαϊδουράκια