Translation meaning & definition of the word "drowsy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπνηλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drowsy
[Παραφροσύνη]/draʊzi/
adjective
1. Half asleep
- "Made drowsy by the long ride"
- "It seemed a pity to disturb the drowsing (or dozing) professor"
- "A tired dozy child"
- "The nodding (or napping) grandmother in her rocking chair"
- synonym:
- drowsy ,
- drowsing(a) ,
- dozy
1. Μισοκοιμισμένος
- "Δημιουργημένη υπνηλία από τη μακρά βόλτα"
- "Φαινόταν κρίμα να ενοχλήσει τον περιπλανώμενο καθηγητή ( ντοτζ)"
- "Ένα κουρασμένο παιδί"
- "Το νεύμα (ορ ναπινγκ) γιαγιά στην κουνιστή καρέκλα της"
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστικός ,
- περιήγηση(α) ,
- ντόνι
2. Showing lack of attention or boredom
- "The yawning congregation"
- synonym:
- drowsy ,
- oscitant ,
- yawning(a)
2. Εμφάνιση έλλειψης προσοχής ή πλήξης
- "Η εκκλησία του χασμουρητού"
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστικός ,
- ταλαντευόμενοσ ,
- χασμουρινγκ(α)