Translation meaning & definition of the word "drove" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "μεταφράσεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drove
[Παρακαμπτήριο]/droʊv/
noun
1. A group of animals (a herd or flock) moving together
- synonym:
- drove
1. Μια ομάδα ζώων (α κοπάδι ή κοπάδι) που κινούνται μαζί
- συνώνυμο:
- οδήγησε
2. A moving crowd
- synonym:
- drove ,
- horde ,
- swarm
2. Ένα κινούμενο πλήθος
- συνώνυμο:
- οδήγησε ,
- ορδή ,
- πληγώνω
3. A stonemason's chisel with a broad edge for dressing stone
- synonym:
- drove ,
- drove chisel
3. Μια σμίλη ενός τεκτονικού με ένα ευρύ άκρο για το ντύσιμο πέτρα
- συνώνυμο:
- οδήγησε ,
- οδηγώντας σμίλη
Examples of using
Tom jumped into the car and drove away.
Ο Τομ πήδηξε στο αυτοκίνητο και έφυγε.
Tom drove like mad.
Ο Τομ οδηγούσε σαν τρελός.
Tom drove Mary to work yesterday.
Ο Τομ οδήγησε τη Μαίρη στη δουλειά χθες.