Translation meaning & definition of the word "drought" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ξηρασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drought
[Ξηρασία]/draʊt/
noun
1. A shortage of rainfall
- "Farmers most affected by the drought hope that there may yet be sufficient rain early in the growing season"
- synonym:
- drought ,
- drouth
1. Έλλειψη βροχοπτώσεων
- "Οι αγρότες που πλήττονται περισσότερο από την ξηρασία ελπίζουν ότι μπορεί να υπάρξει ακόμη αρκετή βροχή στις αρχές της καλλιεργητικής περιόδου"
- συνώνυμο:
- ξηρασία ,
- τρυπώ
2. A prolonged shortage
- "When england defeated pakistan it ended a ten-year drought"
- synonym:
- drought ,
- drouth
2. Μια παρατεταμένη έλλειψη
- "Όταν η αγγλία νίκησε το πακιστάν, τερμάτισε μια δεκαετή ξηρασία"
- συνώνυμο:
- ξηρασία ,
- τρυπώ
Examples of using
The drought led to an insufficiency of food.
Η ξηρασία οδήγησε σε ανεπάρκεια τροφίμων.
You have caught cold because of your sitting in the drought.
Έχετε κρυώσει εξαιτίας της συνεδρίασής σας στην ξηρασία.
The prolonged drought did severe damage to crops.
Η παρατεταμένη ξηρασία προκάλεσε σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες.