Translation meaning & definition of the word "dropper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταγονόμετρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dropper
[Σταγονόμετρο]/drɑpər/
noun
1. Pipet consisting of a small tube with a vacuum bulb at one end for drawing liquid in and releasing it a drop at a time
- "She used an eye dropper to administer medication to the eyes"
- synonym:
- dropper ,
- eye dropper
1. Πιπέτα που αποτελείται από ένα μικρό σωλήνα με λάμπα κενού στο ένα άκρο για την παραγωγή υγρού και την απελευθέρωση μιας σταγόνας
- "Χρησιμοποίησε ένα σταγονόμετρο ματιών για τη χορήγηση φαρμάκων στα μάτια"
- συνώνυμο:
- σταγονόμετρο ,
- σταγονόμετρο ματιών