Translation meaning & definition of the word "dropout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντονισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dropout
[Πτώση]/drɑpaʊt/
noun
1. Someone who quits school before graduation
- synonym:
- dropout
1. Κάποιος που εγκαταλείπει το σχολείο πριν από την αποφοίτησή του
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω
2. Someone who withdraws from a social group or environment
- synonym:
- dropout
2. Κάποιος που αποσύρεται από μια κοινωνική ομάδα ή περιβάλλον
- συνώνυμο:
- εγκαταλείπω