Translation meaning & definition of the word "drop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταγόνα" στην ελληνική γλώσσα
Drop
[Σταγόνα]noun
1. A shape that is spherical and small
- "He studied the shapes of low-viscosity drops"
- "Beads of sweat on his forehead"
- synonym:
- drop ,
- bead ,
- pearl
1. Ένα σχήμα που είναι σφαιρικό και μικρό
- "Μελέτησε τα σχήματα των σταγόνων χαμηλού ιξώδους"
- "Χάνια ιδρώτα στο μέτωπό του"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- χάντρα ,
- μαργαριτάρι
2. A small indefinite quantity (especially of a liquid)
- "He had a drop too much to drink"
- "A drop of each sample was analyzed"
- "There is not a drop of pity in that man"
- "Years afterward, they would pay the blood-money, driblet by driblet"--kipling
- synonym:
- drop ,
- drib ,
- driblet
2. Μια μικρή αόριστη ποσότητα (ειδικά ενός υγρού)
- "Είχε μια σταγόνα πάρα πολύ για να πιει"
- "Αναλύθηκε μια σταγόνα κάθε δείγματος"
- "Δεν υπάρχει σταγόνα οίκτου σε αυτόν τον άνθρωπο"
- "Χρόνια αργότερα, θα πλήρωναν τα χρήματα του αίματος, τρομακτικότερα από το φρικτό"-κίπλινγκ
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- νταντ ,
- φρικτό
3. A sudden sharp decrease in some quantity
- "A drop of 57 points on the dow jones index"
- "There was a drop in pressure in the pulmonary artery"
- "A dip in prices"
- "When that became known the price of their stock went into free fall"
- synonym:
- drop ,
- dip ,
- fall ,
- free fall
3. Μια ξαφνική απότομη μείωση σε κάποια ποσότητα
- "Μια πτώση των 57 βαθμών στο δείκτη παρακάτω τζόουνς"
- "Υπήρξε μια πτώση της πίεσης στην πνευμονική αρτηρία"
- "Μια βουτιά στις τιμές"
- "Όταν αυτό έγινε γνωστό η τιμή του αποθέματός τους πήγε σε ελεύθερη πτώση"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- βουτιά ,
- πέφτω ,
- ελεύθερη πτώση
4. A steep high face of rock
- "He stood on a high cliff overlooking the town"
- "A steep drop"
- synonym:
- cliff ,
- drop ,
- drop-off
4. Ένα απότομο ψηλό πρόσωπο του βράχου
- "Στάθηκε σε έναν ψηλό βράχο με θέα στην πόλη"
- "Απότομη σταγόνα"
- συνώνυμο:
- γκρεμός ,
- πτώση ,
- αποβίβαση
5. A predetermined hiding place for the deposit and distribution of illicit goods (such as drugs or stolen property)
- synonym:
- drop
5. Μια προκαθορισμένη κρυψώνα για την κατάθεση και τη διανομή παράνομων αγαθών (όπως φάρμακα ή κλεμμένη ιδιοκτησία)
- συνώνυμο:
- πτώση
6. A free and rapid descent by the force of gravity
- "It was a miracle that he survived the drop from that height"
- synonym:
- drop ,
- fall
6. Μια ελεύθερη και γρήγορη κατάβαση από τη δύναμη της βαρύτητας
- "Ήταν ένα θαύμα που επέζησε από την πτώση αυτού του ύψους"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- πέφτω
7. A curtain that can be lowered and raised onto a stage from the flies
- Often used as background scenery
- synonym:
- drop curtain ,
- drop cloth ,
- drop
7. Μια κουρτίνα που μπορεί να χαμηλώσει και να ανυψωθεί σε μια σκηνή από τις μύγες
- Συχνά χρησιμοποιείται ως τοπίο φόντου
- συνώνυμο:
- κουρτίνα πτώσης ,
- πανί ,
- πτώση
8. A central depository where things can be left or picked up
- synonym:
- drop
8. Ένα κεντρικό αποθετήριο όπου τα πράγματα μπορούν να αφεθούν ή να παραληφθούν
- συνώνυμο:
- πτώση
9. The act of dropping something
- "They expected the drop would be successful"
- synonym:
- drop
9. Η πράξη της απόρριψης κάτι
- "Περίμεναν ότι η πτώση θα ήταν επιτυχής"
- συνώνυμο:
- πτώση
verb
1. Let fall to the ground
- "Don't drop the dishes"
- synonym:
- drop
1. Αφήστε το να πέσει στο έδαφος
- "Μην πετάτε τα πιάτα"
- συνώνυμο:
- πτώση
2. To fall vertically
- "The bombs are dropping on enemy targets"
- synonym:
- drop
2. Να πέσει κάθετα
- "Οι βόμβες πέφτουν σε εχθρικούς στόχους"
- συνώνυμο:
- πτώση
3. Go down in value
- "Stock prices dropped"
- synonym:
- drop
3. Πάω κάτω στην αξία
- "Οι τιμές των αποθεμάτων μειώθηκαν"
- συνώνυμο:
- πτώση
4. Fall or descend to a lower place or level
- "He sank to his knees"
- synonym:
- sink ,
- drop ,
- drop down
4. Πτώση ή κατεβείτε σε χαμηλότερο μέρος ή επίπεδο
- "Βυθίστηκε στα γόνατά του"
- συνώνυμο:
- νεροχύτης ,
- πτώση ,
- πέφτω κάτω
5. Terminate an association with
- "Drop him from the republican ticket"
- synonym:
- drop
5. Τερματίζει μια σχέση με
- "Απομακρύνετέ τον από το ρεπουμπλικανικό εισιτήριο"
- συνώνυμο:
- πτώση
6. Utter with seeming casualness
- "Drop a hint"
- Drop names"
- synonym:
- drop
6. Απολύτως με φαινομενική απώλεια
- "Κάντε μια υπόδειξη"
- Αποθέστε ονόματα"
- συνώνυμο:
- πτώση
7. Stop pursuing or acting
- "Drop a lawsuit"
- "Knock it off!"
- synonym:
- drop ,
- knock off
7. Σταματήστε να επιδιώκετε ή να ενεργείτε
- "Κάνε μια αγωγή"
- "Κλείστε το!"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- αποτυγχάνω
8. Leave or unload
- "Unload the cargo"
- "Drop off the passengers at the hotel"
- synonym:
- drop ,
- drop off ,
- set down ,
- put down ,
- unload ,
- discharge
8. Αφήστε ή ξεφορτώστε
- "Εκφορτώστε το φορτίο"
- "Απομακρύνετε τους επιβάτες στο ξενοδοχείο"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- πέφτω ,
- πετώ ,
- βάζω κάτω ,
- ξεφορτώνω ,
- απαλλαγή
9. Cause to fall by or as if by delivering a blow
- "Strike down a tree"
- "Lightning struck down the hikers"
- synonym:
- fell ,
- drop ,
- strike down ,
- cut down
9. Αιτία για να πέσει ή σαν να παραδίδει ένα χτύπημα
- "Κατεδαφίστε ένα δέντρο"
- "Το ανάγλυφο χτύπησε τους πεζοπόρους"
- συνώνυμο:
- έπεσε ,
- πτώση ,
- απεργώ ,
- κόβω
10. Lose (a game)
- "The giants dropped 11 of their first 13"
- synonym:
- drop
10. Χάστε (α παιχνίδι)
- "Οι γίγαντες έριξαν 11 από τους πρώτους 13" τους"
- συνώνυμο:
- πτώση
11. Pay out
- "Spend money"
- synonym:
- spend ,
- expend ,
- drop
11. Πληρώνω
- "Δαπανήστε χρήματα"
- συνώνυμο:
- ξοδεύω ,
- κατακλύζω ,
- πτώση
12. Lower the pitch of (musical notes)
- synonym:
- flatten ,
- drop
12. Χαμηλώστε το βήμα των ( μουσικών νοτών)
- συνώνυμο:
- πεπλατυσμένοσ ,
- πτώση
13. Hang freely
- "The ornaments dangled from the tree"
- "The light dropped from the ceiling"
- synonym:
- dangle ,
- swing ,
- drop
13. Κρεμάστε ελεύθερα
- "Τα στολίδια κρέμονται από το δέντρο"
- "Το φως έπεσε από το ταβάνι"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- ταλάντευση ,
- πτώση
14. Stop associating with
- "They dropped her after she had a child out of wedlock"
- synonym:
- dismiss ,
- send packing ,
- send away ,
- drop
14. Σταματήστε να συνδέεστε με
- "Την άφησαν αφού είχε ένα παιδί εκτός γάμου"
- συνώνυμο:
- αποπέμπω ,
- αποστολή συσκευασίας ,
- αποστέλλω ,
- πτώση
15. Let or cause to fall in drops
- "Dribble oil into the mixture"
- synonym:
- dribble ,
- drip ,
- drop
15. Αφήστε ή προκαλέστε την πτώση σε σταγόνες
- "Διπλώστε το λάδι στο μείγμα"
- συνώνυμο:
- ντρίμπλε ,
- στάγδην ,
- πτώση
16. Get rid of
- "He shed his image as a pushy boss"
- "Shed your clothes"
- synonym:
- shed ,
- cast ,
- cast off ,
- shake off ,
- throw ,
- throw off ,
- throw away ,
- drop
16. Ξεφορτώνομαι
- "Έχυσε την εικόνα του ως ένα πιεστικό αφεντικό"
- "Χυθείτε τα ρούχα σας"
- συνώνυμο:
- αποβάλλω ,
- κατασκευάζω ,
- απορρίπτω ,
- αποτυγχάνω ,
- ρίχνω ,
- πετάω ,
- πτώση
17. Take (a drug, especially lsd), by mouth
- "She dropped acid when she was a teenager"
- synonym:
- drop
17. Πάρτε το φάρμακο (α, ειδικά το σδ), από το στόμα
- "Έπεσε οξύ όταν ήταν έφηβη"
- συνώνυμο:
- πτώση
18. Omit (a letter or syllable) in speaking or writing
- " new englanders drop their post-vocalic r's"
- synonym:
- drop
18. Παραλείψτε το γράμμα (α ή τη συλλαβή) στην ομιλία ή τη γραφή
- " οι νέοι αγγλοι ρίχνουν το μετα-φωνητικό τους ρ"
- συνώνυμο:
- πτώση
19. Leave undone or leave out
- "How could i miss that typo?"
- "The workers on the conveyor belt miss one out of ten"
- synonym:
- neglect ,
- pretermit ,
- omit ,
- drop ,
- miss ,
- leave out ,
- overlook ,
- overleap
19. Αφήστε το να αναιρεθεί ή να φύγει έξω
- "Πώς να χάσω αυτό το τυπογραφικό λάθος?"
- "Οι εργαζόμενοι στη ζώνη μεταφορέων χάνουν ένα στα δέκα"
- συνώνυμο:
- παραμέληση ,
- προετοιμάζω ,
- παραλείπω ,
- πτώση ,
- απολαμβάνω ,
- αφήνω έξω ,
- παραβλέπω ,
- υπερχείλιση
20. Change from one level to another
- "She dropped into army jargon"
- synonym:
- drop
20. Αλλαγή από το ένα επίπεδο στο άλλο
- "Έπεσε στην ορολογία του στρατού"
- συνώνυμο:
- πτώση
21. Fall or sink into a state of exhaustion or death
- "Shop til you drop"
- synonym:
- drop
21. Πέφτουν ή βυθίζονται σε κατάσταση εξάντλησης ή θανάτου
- "Φανείτε μέχρι να πέσετε"
- συνώνυμο:
- πτώση
22. Grow worse
- "Her condition deteriorated"
- "Conditions in the slums degenerated"
- "The discussion devolved into a shouting match"
- synonym:
- devolve ,
- deteriorate ,
- drop ,
- degenerate
22. Χειροτερεύω
- "Η κατάστασή του επιδεινώθηκε"
- "Οι προϋποθέσεις στις φτωχογειτονιές εκφυλίστηκαν"
- "Η συζήτηση αποκαλύφθηκε σε ένα φωναχτό αγώνα"
- συνώνυμο:
- εξελίσσω ,
- επιδεινώνω ,
- πτώση ,
- εκφυλίζω
23. Give birth
- Used for animals
- "The cow dropped her calf this morning"
- synonym:
- drop
23. Γεννώ
- Χρησιμοποιείται για ζώα
- "Η αγελάδα έριξε το μοσχάρι της σήμερα το πρωί"
- συνώνυμο:
- πτώση