Translation meaning & definition of the word "drool" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δρόλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drool
[Δροόλη]/drul/
noun
1. Pretentious or silly talk or writing
- synonym:
- baloney ,
- boloney ,
- bilgewater ,
- bosh ,
- drool ,
- humbug ,
- taradiddle ,
- tarradiddle ,
- tommyrot ,
- tosh ,
- twaddle
1. Επιτηδευμένη ή ανόητη ομιλία ή γραφή
- συνώνυμο:
- μπαλόνι ,
- μπολόνεϊ ,
- χονδροειδή ,
- αναβλύζω ,
- αναταραχή ,
- ταραντόν ,
- τομυότ ,
- τοσ ,
- τουλάχιστον
2. Saliva spilling from the mouth
- synonym:
- drool ,
- dribble ,
- drivel ,
- slobber
2. Σάλιο που χύνεται από το στόμα
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- ντρίμπλε ,
- παρακινώ ,
- παραπονιέμαι
verb
1. Be envious, desirous, eager for, or extremely happy about something
- "She was salivating over the raise she anticipated"
- synonym:
- salivate ,
- drool
1. Να είστε ζηλόφθονοι, επιθυμητοί, πρόθυμοι ή εξαιρετικά χαρούμενοι για κάτι
- "Ήταν σιωπηλή για την αύξηση που περίμενε"
- συνώνυμο:
- σιελογόνο ,
- αναταραχή
2. Let saliva drivel from the mouth
- "The baby drooled"
- synonym:
- drivel ,
- drool ,
- slabber ,
- slaver ,
- slobber ,
- dribble
2. Αφήστε το σάλιο να φύγει από το στόμα
- "Το μωρό σάλιασε"
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- αναταραχή ,
- πλαδαρόσ ,
- απατεώνασ ,
- παραπονιέμαι ,
- ντρίμπλε