Translation meaning & definition of the word "drogue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάτραχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drogue
[Ντρογκ]/droʊg/
noun
1. A funnel-shaped device towed as a target by an airplane
- synonym:
- drogue
1. Μια συσκευή σε σχήμα χοάνης ρυμουλκήθηκε ως στόχος από ένα αεροπλάνο
- συνώνυμο:
- ντρογκ
2. A truncated cloth cone mounted on a mast
- Used (e.g., at airports) to show the direction of the wind
- synonym:
- windsock ,
- wind sock ,
- sock ,
- air sock ,
- air-sleeve ,
- wind sleeve ,
- wind cone ,
- drogue
2. Ένας κώνος υφάσματος που τοποθετείται σε έναν ιστό
- Χρησιμοποιείται (π.χ., στα αεροδρόμια) για να δείξει την κατεύθυνση του ανέμου
- συνώνυμο:
- γουίνσμουκ ,
- κάλτσα ανέμου ,
- κάλτσα ,
- κάλτσα αέρα ,
- αερόσακο ,
- μανίκι αέρα ,
- κώνος αέρα ,
- ντρογκ
3. Restraint consisting of a canvas covered frame that floats behind a vessel
- Prevents drifting or maintains the heading into a wind
- synonym:
- sea anchor ,
- drogue
3. Συγκράτηση που αποτελείται από ένα καμβά καλυμμένο πλαίσιο που επιπλέει πίσω από ένα σκάφος
- Αποτρέπει την παρασύρει ή διατηρεί την κλάση σε έναν άνεμο
- συνώνυμο:
- άγκυρα θάλασσας ,
- ντρογκ
4. A parachute used to decelerate an object that is moving rapidly
- synonym:
- drogue ,
- drogue chute ,
- drogue parachute
4. Ένα αλεξίπτωτο που χρησιμοποιείται για την επιβράδυνση ενός αντικειμένου που κινείται γρήγορα
- συνώνυμο:
- ντρογκ ,
- ντρογκ τσουτ ,
- αλεξίπτωτο