Translation meaning & definition of the word "driving" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδήγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Driving
[Οδήγηση]/draɪvɪŋ/
noun
1. Hitting a golf ball off of a tee with a driver
- "He sliced his drive out of bounds"
- synonym:
- drive ,
- driving
1. Χτυπώντας μια μπάλα του γκολφ μακριά από ένα τσάι με οδηγό
- "Τεμαχίζει την οδήγησή του από τα όρια"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- οδήγηση
2. The act of controlling and steering the movement of a vehicle or animal
- synonym:
- driving
2. Η πράξη του ελέγχου και της διεύθυνσης της κίνησης ενός οχήματος ή ζώου
- συνώνυμο:
- οδήγηση
adjective
1. Having the power of driving or impelling
- "A driving personal ambition"
- "The driving force was his innate enthusiasm"
- "An impulsive force"
- synonym:
- driving ,
- impulsive
1. Έχοντας τη δύναμη της οδήγησης ή της προετοιμασίας
- "Οδηγώντας την προσωπική φιλοδοξία"
- "Η κινητήρια δύναμη ήταν ο έμφυτος ενθουσιασμός του"
- "Μια παρορμητική δύναμη"
- συνώνυμο:
- οδήγηση ,
- παρορμητικός
2. Acting with vigor
- "Responsibility turned the spoiled playboy into a driving young executive"
- synonym:
- driving
2. Ενεργώντας με σθένος
- "Η υπευθυνότητα μετέτρεψε τον κακομαθημένο θεατρικό παίκτη σε έναν οδηγό νεαρό στέλεχος"
- συνώνυμο:
- οδήγηση
Examples of using
Tom is driving to the hospital.
Ο Τομ οδηγεί στο νοσοκομείο.
I saw Tom driving down the street.
Είδα τον Τομ να οδηγεί στο δρόμο.
He was driving a new red convertible.
Οδηγούσε ένα νέο κόκκινο μετατρέψιμο.