Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "drive" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδήγηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Drive

[Οδήγηση]
/draɪv/

noun

1. The act of applying force to propel something

  • "After reaching the desired velocity the drive is cut off"
    synonym:
  • drive
  • ,
  • thrust
  • ,
  • driving force

1. Η πράξη της εφαρμογής βίας για να ωθήσει κάτι

  • "Μετά την επίτευξη της επιθυμητής ταχύτητας η κίνηση κόβεται"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • ώθηση
  • ,
  • κινητήριος δύναμη

2. A mechanism by which force or power is transmitted in a machine

  • "A variable speed drive permitted operation through a range of speeds"
    synonym:
  • drive

2. Ένας μηχανισμός με τον οποίο η δύναμη ή η δύναμη μεταδίδεται σε μια μηχανή

  • "Μια μεταβλητή κίνηση ταχύτητας επέτρεψε τη λειτουργία μέσω μιας σειράς ταχυτήτων"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

3. A series of actions advancing a principle or tending toward a particular end

  • "He supported populist campaigns"
  • "They worked in the cause of world peace"
  • "The team was ready for a drive toward the pennant"
  • "The movement to end slavery"
  • "Contributed to the war effort"
    synonym:
  • campaign
  • ,
  • cause
  • ,
  • crusade
  • ,
  • drive
  • ,
  • movement
  • ,
  • effort

3. Μια σειρά ενεργειών που προωθούν μια αρχή ή τείνουν προς ένα συγκεκριμένο τέλος

  • "Υποστήριξε λαϊκιστικές εκστρατείες"
  • "Εργάστηκαν για την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης"
  • "Η ομάδα ήταν έτοιμη για μια κίνηση προς την πένα"
  • "Το κίνημα για τον τερματισμό της δουλείας"
  • "Αντιμετωπίζεται με πολεμική προσπάθεια"
    συνώνυμο:
  • εκστρατεία
  • ,
  • αιτία
  • ,
  • σταυροφορία
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • κίνηση
  • ,
  • προσπάθεια

4. A road leading up to a private house

  • "They parked in the driveway"
    synonym:
  • driveway
  • ,
  • drive
  • ,
  • private road

4. Ένας δρόμος που οδηγεί σε ένα ιδιωτικό σπίτι

  • "Παρκάρουν στο δρόμο"
    συνώνυμο:
  • αυτοκινητόδρομος
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • ιδιωτικός δρόμος

5. The trait of being highly motivated

  • "His drive and energy exhausted his co-workers"
    synonym:
  • drive

5. Το χαρακτηριστικό του να είναι υψηλά κίνητρα

  • "Η κίνησή του και η ενέργειά του εξάντλησαν τους συναδέλφους του"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

6. Hitting a golf ball off of a tee with a driver

  • "He sliced his drive out of bounds"
    synonym:
  • drive
  • ,
  • driving

6. Χτυπώντας μια μπάλα του γκολφ μακριά από ένα τσάι με οδηγό

  • "Τεμαχίζει την οδήγησή του από τα όρια"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • οδήγηση

7. The act of driving a herd of animals overland

    synonym:
  • drive

7. Η πράξη της οδήγησης ενός κοπαδιού ζώων στη γη

    συνώνυμο:
  • οδηγώ

8. A journey in a vehicle (usually an automobile)

  • "He took the family for a drive in his new car"
    synonym:
  • drive
  • ,
  • ride

8. Ένα ταξίδι σε ένα όχημα (συνήθως ένα αυτοκίνητο)

  • "Πήρε την οικογένεια για μια οδήγηση στο νέο του αυτοκίνητο"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • βόλτα

9. A physiological state corresponding to a strong need or desire

    synonym:
  • drive

9. Μια φυσιολογική κατάσταση που αντιστοιχεί σε μια ισχυρή ανάγκη ή επιθυμία

    συνώνυμο:
  • οδηγώ

10. (computer science) a device that writes data onto or reads data from a storage medium

    synonym:
  • drive

10. (επιστήμη υπολογιστών) μια συσκευή που γράφει δεδομένα πάνω ή διαβάζει δεδομένα από ένα μέσο αποθήκευσης

    συνώνυμο:
  • οδηγώ

11. A wide scenic road planted with trees

  • "The riverside drive offers many exciting scenic views"
    synonym:
  • drive
  • ,
  • parkway

11. Ένας φαρδύς γραφικός δρόμος φυτεμένος με δέντρα

  • "Η μονάδα ποταμού προσφέρει πολλές συναρπαστικές γραφικές απόψεις"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • πάρκο

12. (sports) a hard straight return (as in tennis or squash)

    synonym:
  • drive

12. (σπορ) μια σκληρή ευθεία επιστροφή (ας στο τένις ή σκουα)

    συνώνυμο:
  • οδηγώ

verb

1. Operate or control a vehicle

  • "Drive a car or bus"
  • "Can you drive this four-wheel truck?"
    synonym:
  • drive

1. Λειτουργία ή έλεγχος οχήματος

  • "Οδηγήστε ένα αυτοκίνητο ή λεωφορείο"
  • "Μπορείτε να οδηγήσετε αυτό το τετρακίνητο φορτηγό?"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

2. Travel or be transported in a vehicle

  • "We drove to the university every morning"
  • "They motored to london for the theater"
    synonym:
  • drive
  • ,
  • motor

2. Ταξιδέψτε ή μεταφερθείτε σε όχημα

  • "Πήγαινα στο πανεπιστήμιο κάθε πρωί"
  • "Ταξίδεψαν στο λονδίνο για το θέατρο"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • κινητήρας

3. Cause someone or something to move by driving

  • "She drove me to school every day"
  • "We drove the car to the garage"
    synonym:
  • drive

3. Προκαλέστε κάποιον ή κάτι να κινηθεί οδηγώντας

  • "Με πήγαινε στο σχολείο κάθε μέρα"
  • "Πήγαμε το αυτοκίνητο στο γκαράζ"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

4. Force into or from an action or state, either physically or metaphorically

  • "She rammed her mind into focus"
  • "He drives me mad"
    synonym:
  • force
  • ,
  • drive
  • ,
  • ram

4. Δύναμη μέσα ή από μια δράση ή μια κατάσταση, είτε σωματικά είτε μεταφορικά

  • "Κατέστρεψε το μυαλό της στο επίκεντρο"
  • "Με τρελαίνει"
    συνώνυμο:
  • δύναμη
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • κριός

5. To compel or force or urge relentlessly or exert coercive pressure on, or motivate strongly

  • "She is driven by her passion"
    synonym:
  • drive

5. Για να αναγκάσει ή να αναγκάσει ή να παροτρύνει αμείλικτα ή να ασκήσει καταναγκαστική πίεση, ή να παρακινήσει έντονα

  • "Καθοδηγείται από το πάθος της"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

6. Cause to move back by force or influence

  • "Repel the enemy"
  • "Push back the urge to smoke"
  • "Beat back the invaders"
    synonym:
  • repel
  • ,
  • drive
  • ,
  • repulse
  • ,
  • force back
  • ,
  • push back
  • ,
  • beat back

6. Αιτία να επιστρέψει με τη βία ή την επιρροή

  • "Απωθήστε τον εχθρό"
  • "Σπρώξτε πίσω την επιθυμία να καπνίσετε"
  • "Πατήστε πίσω τους εισβολείς"
    συνώνυμο:
  • αποκρούω
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • αναπηδώ
  • ,
  • πιέζω προς τα πίσω
  • ,
  • παραπονιέμαι

7. Compel somebody to do something, often against his own will or judgment

  • "She finally drove him to change jobs"
    synonym:
  • drive

7. Υποχρεώστε κάποιον να κάνει κάτι, συχνά ενάντια στη δική του θέληση ή κρίση

  • "Τελικά τον οδήγησε να αλλάξει δουλειά"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

8. Push, propel, or press with force

  • "Drive a nail into the wall"
    synonym:
  • drive

8. Σπρώξτε, προωθήστε ή πιέστε με δύναμη

  • "Κορτώστε ένα καρφί στον τοίχο"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

9. Cause to move rapidly by striking or throwing with force

  • "Drive the ball far out into the field"
    synonym:
  • drive

9. Αιτία να κινηθεί γρήγορα με το χτύπημα ή ρίψη με τη δύναμη

  • "Οδηγήστε την μπάλα πολύ έξω στο γήπεδο"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

10. Strive and make an effort to reach a goal

  • "She tugged for years to make a decent living"
  • "We have to push a little to make the deadline!"
  • "She is driving away at her doctoral thesis"
    synonym:
  • tug
  • ,
  • labor
  • ,
  • labour
  • ,
  • push
  • ,
  • drive

10. Προσπαθήστε και κάντε μια προσπάθεια να επιτευχθεί ένας στόχος

  • "Τραβήχτηκε για χρόνια για να κάνει μια αξιοπρεπή ζωή"
  • "Πρέπει να πιέσουμε λίγο για να καταστήσουμε την προθεσμία!"
  • "Απομακρύνεται από τη διδακτορική της διατριβή"
    συνώνυμο:
  • ρυμουλκώ
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • ώθηση
  • ,
  • οδηγώ

11. Move into a desired direction of discourse

  • "What are you driving at?"
    synonym:
  • drive
  • ,
  • get
  • ,
  • aim

11. Μετακινηθείτε σε μια επιθυμητή κατεύθυνση του λόγου

  • "Σε τι οδηγείς?"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • στόχος

12. Have certain properties when driven

  • "This car rides smoothly"
  • "My new truck drives well"
    synonym:
  • drive
  • ,
  • ride

12. Έχετε ορισμένες ιδιότητες όταν οδηγείτε

  • "Αυτό το αυτοκίνητο βγαίνει ομαλά"
  • "Το νέο μου φορτηγό οδηγεί καλά"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • βόλτα

13. Work as a driver

  • "He drives a bread truck"
  • "She drives for the taxi company in newark"
    synonym:
  • drive

13. Εργασία ως οδηγός

  • "Κορεί ένα φορτηγό ψωμιού"
  • "Οδηγεί για την εταιρεία ταξί στο νιούαρκ"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

14. Move by being propelled by a force

  • "The car drove around the corner"
    synonym:
  • drive

14. Κινηθείτε με το να προωθηθείτε από μια δύναμη

  • "Το αυτοκίνητο περπάτησε στη γωνία"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

15. Urge forward

  • "Drive the cows into the barn"
    synonym:
  • drive

15. Προτρέπω

  • "Οδηγήστε τις αγελάδες στον αχυρώνα"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

16. Proceed along in a vehicle

  • "We drive the turnpike to work"
    synonym:
  • drive
  • ,
  • take

16. Προχωρήστε μαζί σε ένα όχημα

  • "Οδηγούμε την ποδηλασία στην εργασία"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • παίρνω

17. Strike with a driver, as in teeing off

  • "Drive a golf ball"
    synonym:
  • drive

17. Χτυπήστε με έναν οδηγό, όπως στην αποβολή

  • "Οδηγήστε μια μπάλα του γκολφ"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

18. Hit very hard, as by swinging a bat horizontally

  • "Drive a ball"
    synonym:
  • drive

18. Χτυπήστε πολύ σκληρά, όπως με την ταλάντευση ένα ρόπαλο οριζόντια

  • "Οδηγήστε μια μπάλα"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

19. Excavate horizontally

  • "Drive a tunnel"
    synonym:
  • drive

19. Εκσκαφή οριζόντια

  • "Οδηγήστε μια σήραγγα"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

20. Cause to function by supplying the force or power for or by controlling

  • "The amplifier drives the tube"
  • "Steam drives the engines"
  • "This device drives the disks for the computer"
    synonym:
  • drive

20. Αιτία για να λειτουργήσει με την παροχή της δύναμης ή της δύναμης για ή με τον έλεγχο

  • "Ο ενισχυτής οδηγεί το σωλήνα"
  • "Ο ατμός οδηγεί τους κινητήρες"
  • "Αυτή η συσκευή οδηγεί τους δίσκους για τον υπολογιστή"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

21. Hunting: search for game

  • "Drive the forest"
    synonym:
  • drive

21. Κυνήγι: αναζήτηση για το παιχνίδι

  • "Φτάστε στο δάσος"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

22. Hunting: chase from cover into more open ground

  • "Drive the game"
    synonym:
  • drive

22. Κυνήγι: κυνηγήστε από την κάλυψη σε πιο ανοιχτό έδαφος

  • "Οδηγήστε το παιχνίδι"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

Examples of using

Can you drive me to the station?
Μπορείς να με πας στο σταθμό?
This year I most definitely have to drive.
Φέτος πρέπει να οδηγήσω.
To drive a car, you have to get a driver license.
Για να οδηγήσετε ένα αυτοκίνητο, πρέπει να πάρετε μια άδεια οδήγησης.