Translation meaning & definition of the word "drive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδήγηση" στην ελληνική γλώσσα
Drive
[Οδήγηση]noun
1. The act of applying force to propel something
- "After reaching the desired velocity the drive is cut off"
- synonym:
- drive ,
- thrust ,
- driving force
1. Η πράξη της εφαρμογής βίας για να ωθήσει κάτι
- "Μετά την επίτευξη της επιθυμητής ταχύτητας η κίνηση κόβεται"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- ώθηση ,
- κινητήριος δύναμη
2. A mechanism by which force or power is transmitted in a machine
- "A variable speed drive permitted operation through a range of speeds"
- synonym:
- drive
2. Ένας μηχανισμός με τον οποίο η δύναμη ή η δύναμη μεταδίδεται σε μια μηχανή
- "Μια μεταβλητή κίνηση ταχύτητας επέτρεψε τη λειτουργία μέσω μιας σειράς ταχυτήτων"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
3. A series of actions advancing a principle or tending toward a particular end
- "He supported populist campaigns"
- "They worked in the cause of world peace"
- "The team was ready for a drive toward the pennant"
- "The movement to end slavery"
- "Contributed to the war effort"
- synonym:
- campaign ,
- cause ,
- crusade ,
- drive ,
- movement ,
- effort
3. Μια σειρά ενεργειών που προωθούν μια αρχή ή τείνουν προς ένα συγκεκριμένο τέλος
- "Υποστήριξε λαϊκιστικές εκστρατείες"
- "Εργάστηκαν για την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης"
- "Η ομάδα ήταν έτοιμη για μια κίνηση προς την πένα"
- "Το κίνημα για τον τερματισμό της δουλείας"
- "Αντιμετωπίζεται με πολεμική προσπάθεια"
- συνώνυμο:
- εκστρατεία ,
- αιτία ,
- σταυροφορία ,
- οδηγώ ,
- κίνηση ,
- προσπάθεια
4. A road leading up to a private house
- "They parked in the driveway"
- synonym:
- driveway ,
- drive ,
- private road
4. Ένας δρόμος που οδηγεί σε ένα ιδιωτικό σπίτι
- "Παρκάρουν στο δρόμο"
- συνώνυμο:
- αυτοκινητόδρομος ,
- οδηγώ ,
- ιδιωτικός δρόμος
5. The trait of being highly motivated
- "His drive and energy exhausted his co-workers"
- synonym:
- drive
5. Το χαρακτηριστικό του να είναι υψηλά κίνητρα
- "Η κίνησή του και η ενέργειά του εξάντλησαν τους συναδέλφους του"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
6. Hitting a golf ball off of a tee with a driver
- "He sliced his drive out of bounds"
- synonym:
- drive ,
- driving
6. Χτυπώντας μια μπάλα του γκολφ μακριά από ένα τσάι με οδηγό
- "Τεμαχίζει την οδήγησή του από τα όρια"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- οδήγηση
7. The act of driving a herd of animals overland
- synonym:
- drive
7. Η πράξη της οδήγησης ενός κοπαδιού ζώων στη γη
- συνώνυμο:
- οδηγώ
8. A journey in a vehicle (usually an automobile)
- "He took the family for a drive in his new car"
- synonym:
- drive ,
- ride
8. Ένα ταξίδι σε ένα όχημα (συνήθως ένα αυτοκίνητο)
- "Πήρε την οικογένεια για μια οδήγηση στο νέο του αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- βόλτα
9. A physiological state corresponding to a strong need or desire
- synonym:
- drive
9. Μια φυσιολογική κατάσταση που αντιστοιχεί σε μια ισχυρή ανάγκη ή επιθυμία
- συνώνυμο:
- οδηγώ
10. (computer science) a device that writes data onto or reads data from a storage medium
- synonym:
- drive
10. (επιστήμη υπολογιστών) μια συσκευή που γράφει δεδομένα πάνω ή διαβάζει δεδομένα από ένα μέσο αποθήκευσης
- συνώνυμο:
- οδηγώ
11. A wide scenic road planted with trees
- "The riverside drive offers many exciting scenic views"
- synonym:
- drive ,
- parkway
11. Ένας φαρδύς γραφικός δρόμος φυτεμένος με δέντρα
- "Η μονάδα ποταμού προσφέρει πολλές συναρπαστικές γραφικές απόψεις"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- πάρκο
12. (sports) a hard straight return (as in tennis or squash)
- synonym:
- drive
12. (σπορ) μια σκληρή ευθεία επιστροφή (ας στο τένις ή σκουα)
- συνώνυμο:
- οδηγώ
verb
1. Operate or control a vehicle
- "Drive a car or bus"
- "Can you drive this four-wheel truck?"
- synonym:
- drive
1. Λειτουργία ή έλεγχος οχήματος
- "Οδηγήστε ένα αυτοκίνητο ή λεωφορείο"
- "Μπορείτε να οδηγήσετε αυτό το τετρακίνητο φορτηγό?"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
2. Travel or be transported in a vehicle
- "We drove to the university every morning"
- "They motored to london for the theater"
- synonym:
- drive ,
- motor
2. Ταξιδέψτε ή μεταφερθείτε σε όχημα
- "Πήγαινα στο πανεπιστήμιο κάθε πρωί"
- "Ταξίδεψαν στο λονδίνο για το θέατρο"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- κινητήρας
3. Cause someone or something to move by driving
- "She drove me to school every day"
- "We drove the car to the garage"
- synonym:
- drive
3. Προκαλέστε κάποιον ή κάτι να κινηθεί οδηγώντας
- "Με πήγαινε στο σχολείο κάθε μέρα"
- "Πήγαμε το αυτοκίνητο στο γκαράζ"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
4. Force into or from an action or state, either physically or metaphorically
- "She rammed her mind into focus"
- "He drives me mad"
- synonym:
- force ,
- drive ,
- ram
4. Δύναμη μέσα ή από μια δράση ή μια κατάσταση, είτε σωματικά είτε μεταφορικά
- "Κατέστρεψε το μυαλό της στο επίκεντρο"
- "Με τρελαίνει"
- συνώνυμο:
- δύναμη ,
- οδηγώ ,
- κριός
5. To compel or force or urge relentlessly or exert coercive pressure on, or motivate strongly
- "She is driven by her passion"
- synonym:
- drive
5. Για να αναγκάσει ή να αναγκάσει ή να παροτρύνει αμείλικτα ή να ασκήσει καταναγκαστική πίεση, ή να παρακινήσει έντονα
- "Καθοδηγείται από το πάθος της"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
6. Cause to move back by force or influence
- "Repel the enemy"
- "Push back the urge to smoke"
- "Beat back the invaders"
- synonym:
- repel ,
- drive ,
- repulse ,
- force back ,
- push back ,
- beat back
6. Αιτία να επιστρέψει με τη βία ή την επιρροή
- "Απωθήστε τον εχθρό"
- "Σπρώξτε πίσω την επιθυμία να καπνίσετε"
- "Πατήστε πίσω τους εισβολείς"
- συνώνυμο:
- αποκρούω ,
- οδηγώ ,
- αναπηδώ ,
- πιέζω προς τα πίσω ,
- παραπονιέμαι
7. Compel somebody to do something, often against his own will or judgment
- "She finally drove him to change jobs"
- synonym:
- drive
7. Υποχρεώστε κάποιον να κάνει κάτι, συχνά ενάντια στη δική του θέληση ή κρίση
- "Τελικά τον οδήγησε να αλλάξει δουλειά"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
8. Push, propel, or press with force
- "Drive a nail into the wall"
- synonym:
- drive
8. Σπρώξτε, προωθήστε ή πιέστε με δύναμη
- "Κορτώστε ένα καρφί στον τοίχο"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
9. Cause to move rapidly by striking or throwing with force
- "Drive the ball far out into the field"
- synonym:
- drive
9. Αιτία να κινηθεί γρήγορα με το χτύπημα ή ρίψη με τη δύναμη
- "Οδηγήστε την μπάλα πολύ έξω στο γήπεδο"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
10. Strive and make an effort to reach a goal
- "She tugged for years to make a decent living"
- "We have to push a little to make the deadline!"
- "She is driving away at her doctoral thesis"
- synonym:
- tug ,
- labor ,
- labour ,
- push ,
- drive
10. Προσπαθήστε και κάντε μια προσπάθεια να επιτευχθεί ένας στόχος
- "Τραβήχτηκε για χρόνια για να κάνει μια αξιοπρεπή ζωή"
- "Πρέπει να πιέσουμε λίγο για να καταστήσουμε την προθεσμία!"
- "Απομακρύνεται από τη διδακτορική της διατριβή"
- συνώνυμο:
- ρυμουλκώ ,
- εργασία ,
- ώθηση ,
- οδηγώ
11. Move into a desired direction of discourse
- "What are you driving at?"
- synonym:
- drive ,
- get ,
- aim
11. Μετακινηθείτε σε μια επιθυμητή κατεύθυνση του λόγου
- "Σε τι οδηγείς?"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- παίρνω ,
- στόχος
12. Have certain properties when driven
- "This car rides smoothly"
- "My new truck drives well"
- synonym:
- drive ,
- ride
12. Έχετε ορισμένες ιδιότητες όταν οδηγείτε
- "Αυτό το αυτοκίνητο βγαίνει ομαλά"
- "Το νέο μου φορτηγό οδηγεί καλά"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- βόλτα
13. Work as a driver
- "He drives a bread truck"
- "She drives for the taxi company in newark"
- synonym:
- drive
13. Εργασία ως οδηγός
- "Κορεί ένα φορτηγό ψωμιού"
- "Οδηγεί για την εταιρεία ταξί στο νιούαρκ"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
14. Move by being propelled by a force
- "The car drove around the corner"
- synonym:
- drive
14. Κινηθείτε με το να προωθηθείτε από μια δύναμη
- "Το αυτοκίνητο περπάτησε στη γωνία"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
15. Urge forward
- "Drive the cows into the barn"
- synonym:
- drive
15. Προτρέπω
- "Οδηγήστε τις αγελάδες στον αχυρώνα"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
16. Proceed along in a vehicle
- "We drive the turnpike to work"
- synonym:
- drive ,
- take
16. Προχωρήστε μαζί σε ένα όχημα
- "Οδηγούμε την ποδηλασία στην εργασία"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- παίρνω
17. Strike with a driver, as in teeing off
- "Drive a golf ball"
- synonym:
- drive
17. Χτυπήστε με έναν οδηγό, όπως στην αποβολή
- "Οδηγήστε μια μπάλα του γκολφ"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
18. Hit very hard, as by swinging a bat horizontally
- "Drive a ball"
- synonym:
- drive
18. Χτυπήστε πολύ σκληρά, όπως με την ταλάντευση ένα ρόπαλο οριζόντια
- "Οδηγήστε μια μπάλα"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
19. Excavate horizontally
- "Drive a tunnel"
- synonym:
- drive
19. Εκσκαφή οριζόντια
- "Οδηγήστε μια σήραγγα"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
20. Cause to function by supplying the force or power for or by controlling
- "The amplifier drives the tube"
- "Steam drives the engines"
- "This device drives the disks for the computer"
- synonym:
- drive
20. Αιτία για να λειτουργήσει με την παροχή της δύναμης ή της δύναμης για ή με τον έλεγχο
- "Ο ενισχυτής οδηγεί το σωλήνα"
- "Ο ατμός οδηγεί τους κινητήρες"
- "Αυτή η συσκευή οδηγεί τους δίσκους για τον υπολογιστή"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
21. Hunting: search for game
- "Drive the forest"
- synonym:
- drive
21. Κυνήγι: αναζήτηση για το παιχνίδι
- "Φτάστε στο δάσος"
- συνώνυμο:
- οδηγώ
22. Hunting: chase from cover into more open ground
- "Drive the game"
- synonym:
- drive
22. Κυνήγι: κυνηγήστε από την κάλυψη σε πιο ανοιχτό έδαφος
- "Οδηγήστε το παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- οδηγώ