Translation meaning & definition of the word "drilling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρυπάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drilling
[Διάτρηση]/drɪlɪŋ/
noun
1. The act of drilling
- synonym:
- drilling ,
- boring
1. Η πράξη της γεώτρησης
- συνώνυμο:
- γεώτρηση ,
- βαρετός
2. The act of drilling a hole in the earth in the hope of producing petroleum
- synonym:
- boring ,
- drilling ,
- oil production
2. Η πράξη της διάτρησης μιας τρύπας στη γη με την ελπίδα της παραγωγής πετρελαίου
- συνώνυμο:
- βαρετός ,
- γεώτρηση ,
- παραγωγή πετρελαίου