Translation meaning & definition of the word "drill" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρυπάνι" στην ελληνική γλώσσα
Drill
[Τρυπάνι]noun
1. A tool with a sharp point and cutting edges for making holes in hard materials (usually rotating rapidly or by repeated blows)
- synonym:
- drill
1. Ένα εργαλείο με αιχμηρό σημείο και ακμές κοπής για την κατασκευή οπών σε σκληρά υλικά (συνήθως περιστρέφεται γρήγορα ή με επαναλαμβανόμενα χτ)
- συνώνυμο:
- τρυπάνι
2. Similar to the mandrill but smaller and less brightly colored
- synonym:
- drill ,
- Mandrillus leucophaeus
2. Παρόμοια με την κάντρα αλλά μικρότερη και λιγότερο έντονα χρωματισμένη
- συνώνυμο:
- τρυπάνι ,
- Μανδρίλλος λευκόφαιος
3. Systematic training by multiple repetitions
- "Practice makes perfect"
- synonym:
- exercise ,
- practice ,
- drill ,
- practice session ,
- recitation
3. Συστηματική εκπαίδευση με πολλαπλές επαναλήψεις
- "Η πρακτική κάνει τέλεια"
- συνώνυμο:
- άσκηση ,
- πρακτική ,
- τρυπάνι ,
- πρακτική συνεδρία ,
- απαγγελία
4. (military) the training of soldiers to march (as in ceremonial parades) or to perform the manual of arms
- synonym:
- drill
4. (στρατιωτικό) η εκπαίδευση των στρατιωτών να πορεύονται (α σε τελετουργικές παρελάσεις) ή να εκτελούν το εγχειρίδιο όπλων
- συνώνυμο:
- τρυπάνι
verb
1. Make a hole, especially with a pointed power or hand tool
- "Don't drill here, there's a gas pipe"
- "Drill a hole into the wall"
- "Drill for oil"
- "Carpenter bees are boring holes into the wall"
- synonym:
- bore ,
- drill
1. Κάντε μια τρύπα, ειδικά με μια μυτερή δύναμη ή εργαλείο χειρός
- "Μην τρυπάτε εδώ, υπάρχει ένας σωλήνας αερίου"
- "Τρυπήστε μια τρύπα στον τοίχο"
- "Τρυπάνι για το πετρέλαιο"
- "Οι μέλισσες των ξυλαπιών είναι βαρετές τρύπες στον τοίχο"
- συνώνυμο:
- αποτυπώνω ,
- τρυπάνι
2. Train in the military, e.g., in the use of weapons
- synonym:
- drill
2. Εκπαιδεύστε στο στρατό, π.χ. στη χρήση όπλων
- συνώνυμο:
- τρυπάνι
3. Learn by repetition
- "We drilled french verbs every day"
- "Pianists practice scales"
- synonym:
- drill ,
- exercise ,
- practice ,
- practise
3. Μάθετε με την επανάληψη
- "Τρυπήσαμε γαλλικά ρήματα κάθε μέρα"
- "Οι πιανίστες ασκούν κλίμακες"
- συνώνυμο:
- τρυπάνι ,
- άσκηση ,
- πρακτική ,
- εξάσκηση
4. Teach by repetition
- synonym:
- drill
4. Διδάξτε με επανάληψη
- συνώνυμο:
- τρυπάνι
5. Undergo military training or do military exercises
- synonym:
- drill
5. Υποβάλλονται σε στρατιωτική εκπαίδευση ή να κάνουν στρατιωτικές ασκήσεις
- συνώνυμο:
- τρυπάνι