Translation meaning & definition of the word "drift" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "παρασυρόμενος" στην ελληνική γλώσσα
Drift
[Drift]noun
1. A force that moves something along
- synonym:
- drift ,
- impetus ,
- impulsion
1. Μια δύναμη που κινεί κάτι μαζί
- συνώνυμο:
- drift ,
- ώθηση ,
- παρόρμηση
2. The gradual departure from an intended course due to external influences (as a ship or plane)
- synonym:
- drift
2. Η σταδιακή αποχώρηση από μια προβλεπόμενη πορεία λόγω εξωτερικών επιρροών (ως πλοίο ή αεροπλάνο)
- συνώνυμο:
- drift
3. A process of linguistic change over a period of time
- synonym:
- drift
3. Μια διαδικασία γλωσσικής αλλαγής σε μια χρονική περίοδο
- συνώνυμο:
- drift
4. A large mass of material that is heaped up by the wind or by water currents
- synonym:
- drift
4. Μια μεγάλη μάζα υλικού που συσσωρεύεται από τον άνεμο ή από τα ρεύματα του νερού
- συνώνυμο:
- drift
5. A general tendency to change (as of opinion)
- "Not openly liberal but that is the trend of the book"
- "A broad movement of the electorate to the right"
- synonym:
- drift ,
- trend ,
- movement
5. Μια γενική τάση αλλαγής (κατά τη γνώμη)
- "Όχι ανοιχτά φιλελεύθερο αλλά αυτή είναι η τάση του βιβλίου"
- "Μια ευρεία κίνηση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά"
- συνώνυμο:
- drift ,
- τάση ,
- κίνηση
6. The pervading meaning or tenor
- "Caught the general drift of the conversation"
- synonym:
- drift ,
- purport
6. Το διαπερνών νόημα ή τενόρος
- "Έπιασε τη γενική μετατόπιση της συζήτησης"
- συνώνυμο:
- drift ,
- υποτίθεται
7. A horizontal (or nearly horizontal) passageway in a mine
- "They dug a drift parallel with the vein"
- synonym:
- drift ,
- heading ,
- gallery
7. Μια οριζόντια (ή σχεδόν οριζόντια) δίοδος σε ένα ορυχείο
- "Έσκαψαν έναν παρασυρόμενο παράλληλο με τη φλέβα"
- συνώνυμο:
- drift ,
- επικεφαλίδα ,
- γκαλερί
verb
1. Be in motion due to some air or water current
- "The leaves were blowing in the wind"
- "The boat drifted on the lake"
- "The sailboat was adrift on the open sea"
- "The shipwrecked boat drifted away from the shore"
- synonym:
- float ,
- drift ,
- be adrift ,
- blow
1. Να είστε σε κίνηση λόγω κάποιου ρεύματος αέρα ή νερού
- "Τα φύλλα φυσούσαν στον άνεμο"
- "Το σκάφος παρασύρθηκε στη λίμνη"
- "Το ιστιοφόρο παρασύρθηκε στην ανοιχτή θάλασσα"
- "Το ναυάγιο απομακρύνθηκε από την ακτή"
- συνώνυμο:
- επιπλέω ,
- drift ,
- παρασύρομαι ,
- φύσημα
2. Wander from a direct course or at random
- "The child strayed from the path and her parents lost sight of her"
- "Don't drift from the set course"
- synonym:
- stray ,
- err ,
- drift
2. Περιπλανηθείτε από μια άμεση πορεία ή τυχαία
- "Το παιδί ξέφυγε από το μονοπάτι και οι γονείς της την έχασαν από τα μάτια τους"
- "Μην απομακρυνθείτε από την καθορισμένη πορεία"
- συνώνυμο:
- αδέσποτο ,
- λάθος ,
- drift
3. Move about aimlessly or without any destination, often in search of food or employment
- "The gypsies roamed the woods"
- "Roving vagabonds"
- "The wandering jew"
- "The cattle roam across the prairie"
- "The laborers drift from one town to the next"
- "They rolled from town to town"
- synonym:
- roll ,
- wander ,
- swan ,
- stray ,
- tramp ,
- roam ,
- cast ,
- ramble ,
- rove ,
- range ,
- drift ,
- vagabond
3. Μετακινηθείτε άσκοπα ή χωρίς κανέναν προορισμό, συχνά αναζητώντας τροφή ή απασχόληση
- "Οι τσιγγάνοι περιφέρονταν στο δάσος"
- "Περιπλανώμενοι αλήτες"
- "Ο περιπλανώμενος εβραίος"
- "Τα βοοειδή περιφέρονται στο λιβάδι"
- "Οι εργάτες παρασύρονται από τη μια πόλη στην άλλη"
- "Κυλούσαν από πόλη σε πόλη"
- συνώνυμο:
- ρόλος ,
- περιπλανηθείτε ,
- κύκνος ,
- αδέσποτο ,
- αλήτης ,
- περιπλανώμαι ,
- κατασκευαστής ,
- εύρος ,
- drift ,
- αλήτησ
4. Vary or move from a fixed point or course
- "Stock prices are drifting higher"
- synonym:
- drift
4. Διαφοροποιήστε ή μετακινηθείτε από ένα σταθερό σημείο ή πορεία
- "Οι τιμές των μετοχών παρασύρονται υψηλότερα"
- συνώνυμο:
- drift
5. Live unhurriedly, irresponsibly, or freely
- "My son drifted around for years in california before going to law school"
- synonym:
- freewheel ,
- drift
5. Ζήστε αβίαστα, ανεύθυνα ή ελεύθερα
- "Ο γιος μου παρασύρθηκε για χρόνια στην καλιφόρνια πριν πάει στη νομική"
- συνώνυμο:
- ελεύθερος τροχός ,
- drift
6. Move in an unhurried fashion
- "The unknown young man drifted among the invited guests"
- synonym:
- drift
6. Κινηθείτε με αβίαστο τρόπο
- "Ο άγνωστος νεαρός παρασύρθηκε ανάμεσα στους προσκεκλημένους"
- συνώνυμο:
- drift
7. Cause to be carried by a current
- "Drift the boats downstream"
- synonym:
- drift
7. Αιτία να μεταφέρεται από ένα ρεύμα
- "Παρασύρετε τα σκάφη κατάντη"
- συνώνυμο:
- drift
8. Drive slowly and far afield for grazing
- "Drift the cattle herds westwards"
- synonym:
- drift
8. Οδηγήστε αργά και μακριά για βοσκή
- "Παρασύρετε τα κοπάδια των βοοειδών προς τα δυτικά"
- συνώνυμο:
- drift
9. Be subject to fluctuation
- "The stock market drifted upward"
- synonym:
- drift
9. Υπόκεινται σε διακυμάνσεις
- "Το χρηματιστήριο παρασύρθηκε προς τα πάνω"
- συνώνυμο:
- drift
10. Be piled up in banks or heaps by the force of wind or a current
- "Snow drifting several feet high"
- "Sand drifting like snow"
- synonym:
- drift
10. Να συσσωρεύονται σε όχθες ή σωρούς με τη δύναμη του ανέμου ή ενός ρεύματος
- "Χιόνι που παρασύρεται αρκετά πόδια ψηλά"
- "Άμμου παρασύρεται σαν χιόνι"
- συνώνυμο:
- drift