Translation meaning & definition of the word "dried" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποξηραμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dried
[Αποξηραμένος]/draɪd/
adjective
1. Not still wet
- "The ink has dried"
- "A face marked with dried tears"
- synonym:
- dried
1. Δεν είναι ακόμα βρεγμένο
- "Το μελάνι έχει στεγνώσει"
- "Ένα πρόσωπο σημαδεμένο με ξερά δάκρυα"
- συνώνυμο:
- αποξηραμένος
2. Preserved by removing natural moisture
- "Dried beef"
- "Dried fruit"
- "Dehydrated eggs"
- "Shredded and desiccated coconut meat"
- synonym:
- dried ,
- dehydrated ,
- desiccated
2. Διατηρείται με την αφαίρεση της φυσικής υγρασίας
- "Αποξηραμένο βόειο κρέας"
- "Αποξηραμένα φρούτα"
- "Αφυδατωμένα αυγά"
- "Τριμμένο και αποξηραμένο κρέας καρύδας"
- συνώνυμο:
- αποξηραμένος ,
- αφυδατωμένος ,
- αποξηραμένο
Examples of using
All the flowers in the garden dried up.
Όλα τα λουλούδια στον κήπο στέγνωσαν.
The pond dried up in hot weather.
Η λίμνη στέγνωσε σε ζεστό καιρό.
The pond has dried up.
Η λίμνη έχει στεγνώσει.