Translation meaning & definition of the word "dresser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντυμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dresser
[Κουρδιστήρι]/drɛsər/
noun
1. Furniture with drawers for keeping clothes
- synonym:
- chest of drawers ,
- chest ,
- bureau ,
- dresser
1. Έπιπλα με συρτάρια για τη φύλαξη ρούχων
- συνώνυμο:
- συρταριέρα ,
- στήθος ,
- γραφείο ,
- επιδεικτικόσ
2. A person who dresses in a particular way
- "She's an elegant dresser"
- "He's a meticulous dresser"
- synonym:
- dresser
2. Ένας άνθρωπος που ντύνεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Είναι μια κομψή συρταριέρα"
- "Είναι μια σχολαστική συρταριέρα"
- συνώνυμο:
- επιδεικτικόσ
3. A wardrobe assistant for an actor
- synonym:
- dresser ,
- actor's assistant
3. Ένας βοηθός ντουλάπας για έναν ηθοποιό
- συνώνυμο:
- επιδεικτικόσ ,
- βοηθός ηθοποιού
4. Low table with mirror or mirrors where one sits while dressing or applying makeup
- synonym:
- dressing table ,
- dresser ,
- vanity ,
- toilet table
4. Χαμηλό τραπέζι με καθρέφτη ή καθρέφτες όπου κάποιος κάθεται ενώ ντύνεται ή εφαρμόζει μακιγιάζ
- συνώνυμο:
- τραπέζι από ντύσιμο ,
- επιδεικτικόσ ,
- ματαιοδοξία ,
- τραπέζι τουαλέτας
5. A cabinet with shelves
- synonym:
- dresser
5. Ένα ντουλάπι με ράφια
- συνώνυμο:
- επιδεικτικόσ
Examples of using
Tom put his wallet on top of the dresser.
Ο Τομ έβαλε το πορτοφόλι του πάνω από τη συρταριέρα.