Translation meaning & definition of the word "dregs" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταγραφές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dregs
[Κατακάθια]/drɛgz/
noun
1. Sediment that has settled at the bottom of a liquid
- synonym:
- dregs ,
- settlings
1. Ίζημα που έχει εγκατασταθεί στο κάτω μέρος ενός υγρού
- συνώνυμο:
- καταρρεύσεισ ,
- εγκαταστάσεισ