Translation meaning & definition of the word "dreamy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ονειρεμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dreamy
[Ονειρεμένοσ]/drimi/
adjective
1. Dreamy in mood or nature
- "A woolgathering moment"
- synonym:
- dreamy ,
- moony ,
- woolgathering
1. Ονειρεμένος στη διάθεση ή τη φύση
- "Μια στιγμή συγκέντρωσης"
- συνώνυμο:
- ονειρεμένοσ ,
- φεγγαρόπαιδο ,
- μάλλινη συλλογή
2. Lacking spirit or liveliness
- "A lackadaisical attempt"
- "A languid mood"
- "A languid wave of the hand"
- "A hot languorous afternoon"
- synonym:
- dreamy ,
- lackadaisical ,
- languid ,
- languorous
2. Ελλείψει πνεύματος ή ζωντάνιας
- "Μια αποτυχημένη προσπάθεια"
- "Μαλακή διάθεση"
- "Ένα νωχελικό κύμα του χεριού"
- "Ένα ζεστό απόγευμα"
- συνώνυμο:
- ονειρεμένοσ ,
- ανεπαρκήσ ,
- ναργιλέ ,
- νωχελικόσ