Translation meaning & definition of the word "dreamlike" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ονειροπόλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dreamlike
[Ονειρική]/drimlaɪk/
adjective
1. Resembling a dream
- "Night invested the lake with a dreamlike quality"
- "As irrational and surreal as a dream"
- synonym:
- dreamlike ,
- surreal
1. Μοιάζει με όνειρο
- "Η νύχτα επένδυσε τη λίμνη με μια ονειρική ποιότητα"
- "Τόσο παράλογο και σουρεαλιστικό όσο ένα όνειρο"
- συνώνυμο:
- ονειρική ,
- σουρεαλιστικόσ
Examples of using
The swans on the river make a dreamlike scene.
Οι κύκνοι στο ποτάμι κάνουν μια ονειρική σκηνή.