Translation meaning & definition of the word "dreamer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ονειροπόλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dreamer
[Ονειροπόλος]/drimər/
noun
1. Someone who is dreaming
- synonym:
- dreamer
1. Κάποιος που ονειρεύεται
- συνώνυμο:
- ονειροπόλος
2. Someone guided more by ideals than by practical considerations
- synonym:
- idealist ,
- dreamer
2. Κάποιος καθοδηγείται περισσότερο από ιδανικά παρά από πρακτικές εκτιμήσεις
- συνώνυμο:
- ιδεαλιστής ,
- ονειροπόλος
3. A person who escapes into a world of fantasy
- synonym:
- escapist ,
- dreamer ,
- wishful thinker
3. Ένας άνθρωπος που δραπετεύει σε έναν κόσμο φαντασίας
- συνώνυμο:
- απόδραση ,
- ονειροπόλος ,
- ευσεβής στοχαστής
Examples of using
She is, in a word, a dreamer.
Είναι, με μια λέξη, ονειροπόλος.
He is no more than a dreamer.
Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ονειροπόλος.