Translation meaning & definition of the word "dream" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όνειρο" στην ελληνική γλώσσα
Dream
[Όνειρο]noun
1. A series of mental images and emotions occurring during sleep
- "I had a dream about you last night"
- synonym:
- dream ,
- dreaming
1. Μια σειρά από νοητικές εικόνες και συναισθήματα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του ύπνου
- "Είχα ένα όνειρο για σένα χθες το βράδυ"
- συνώνυμο:
- όνειρο ,
- ονειρεύομαι
2. Imaginative thoughts indulged in while awake
- "He lives in a dream that has nothing to do with reality"
- synonym:
- dream ,
- dreaming
2. Οι ευφάνταστες σκέψεις επιδοθούν ενώ είναι ξύπνιες
- "Ζει σε ένα όνειρο που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα"
- συνώνυμο:
- όνειρο ,
- ονειρεύομαι
3. A cherished desire
- "His ambition is to own his own business"
- synonym:
- ambition ,
- aspiration ,
- dream
3. Μια αγαπημένη επιθυμία
- "Η φιλοδοξία του είναι να κατέχει τη δική του επιχείρηση"
- συνώνυμο:
- φιλοδοξία ,
- όνειρο
4. A fantastic but vain hope (from fantasies induced by the opium pipe)
- "I have this pipe dream about being emperor of the universe"
- synonym:
- pipe dream ,
- dream
4. Μια φανταστική αλλά μάταιη ελπίδα (από φαντασιώσεις που προκαλούνται από το σωλήνα οπίου)
- "Έχω αυτό το σωλήνα όνειρο για να είμαι αυτοκράτορας του σύμπαντος"
- συνώνυμο:
- όνειρο σωλήνων ,
- όνειρο
5. A state of mind characterized by abstraction and release from reality
- "He went about his work as if in a dream"
- synonym:
- dream
5. Μια κατάσταση του νου που χαρακτηρίζεται από την αφαίρεση και την απελευθέρωση από την πραγματικότητα
- "Πήγε για τη δουλειά του σαν σε ένα όνειρο"
- συνώνυμο:
- όνειρο
6. Someone or something wonderful
- "This dessert is a dream"
- synonym:
- dream
6. Κάποιος ή κάτι υπέροχο
- "Αυτό το επιδόρπιο είναι ένα όνειρο"
- συνώνυμο:
- όνειρο
verb
1. Have a daydream
- Indulge in a fantasy
- synonym:
- dream ,
- daydream ,
- woolgather ,
- stargaze
1. Ονειροπολώ
- Ενδώστε σε μια φαντασίωση
- συνώνυμο:
- όνειρο ,
- ονειροπόληση ,
- μάλλινο ,
- αστρολόγοσ
2. Experience while sleeping
- "She claims to never dream"
- "He dreamt a strange scene"
- synonym:
- dream
2. Εμπειρία ενώ κοιμάται
- "Ισχυρίζεται ότι δεν ονειρεύεται ποτέ"
- "Ονειρεύτηκε μια παράξενη σκηνή"
- συνώνυμο:
- όνειρο