Translation meaning & definition of the word "drawer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συρτάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drawer
[Συρτάρι]/drɔr/
noun
1. A boxlike container in a piece of furniture
- Made so as to slide in and out
- synonym:
- drawer
1. Ένα κουτί σαν δοχείο σε ένα κομμάτι των επίπλων
- Φτιαγμένο για να γλιστρά μέσα και έξω
- συνώνυμο:
- συρτάρι
2. The person who writes a check or draft instructing the drawee to pay someone else
- synonym:
- drawer
2. Το πρόσωπο που γράφει μια επιταγή ή ένα προσχέδιο που καθοδηγεί την αποχέτευση να πληρώσει κάποιον άλλο
- συνώνυμο:
- συρτάρι
3. An artist skilled at drawing
- synonym:
- draftsman ,
- drawer
3. Ένας καλλιτέχνης ειδικευμένος στο σχέδιο
- συνώνυμο:
- σχεδιαστής ,
- συρτάρι
Examples of using
Tom hid his money in a bureau drawer.
Ο Τομ έκρυψε τα χρήματά του σε ένα συρτάρι γραφείου.
Tom unlocked the drawer.
Ο Τομ ξεκλείδωσε το συρτάρι.
Tom took a knife out of a drawer in the kitchen.
Ο Τομ έβγαλε ένα μαχαίρι από ένα συρτάρι στην κουζίνα.