Translation meaning & definition of the word "draughts" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δραυγές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Draughts
[Σχεδιαγράμματα]/dræfts/
noun
1. A checkerboard game for two players who each have 12 pieces
- The object is to jump over and so capture the opponent's pieces
- synonym:
- checkers ,
- draughts
1. Ένα παιχνίδι για δύο παίκτες που το καθένα έχει 12 κομμάτια
- Το αντικείμενο είναι να πηδήξει και έτσι να συλλάβει τα κομμάτια του αντιπάλου
- συνώνυμο:
- ελεγκτήσ ,
- προσχέδια