Translation meaning & definition of the word "drastic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δραστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drastic
[Δραστικόσ]/dræstɪk/
adjective
1. Forceful and extreme and rigorous
- "Drastic measures"
- synonym:
- drastic
1. Ισχυρός και ακραίος και αυστηρός
- "Δραστικά μέτρα"
- συνώνυμο:
- δραστικός
Examples of using
The invention of TV caused a drastic change in our daily life.
Η εφεύρεση της τηλεόρασης προκάλεσε μια δραστική αλλαγή στην καθημερινότητά μας.