Translation meaning & definition of the word "drapery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δραπερία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drapery
[Αποχωρητήριο]/drepəri/
noun
1. Hanging cloth used as a blind (especially for a window)
- synonym:
- curtain ,
- drape ,
- drapery ,
- mantle ,
- pall
1. Κρεμαστό ύφασμα που χρησιμοποιείται ως τυφλό (ειδικά για ένα παράθυρο)
- συνώνυμο:
- κουρτίνα ,
- παραπέτα ,
- μανδύασ ,
- παλαιότερα
2. Cloth gracefully draped and arranged in loose folds
- synonym:
- drapery
2. Πανί χαριτωμένο και τακτοποιημένο σε χαλαρές πτυχές
- συνώνυμο:
- κουρτίνα