Translation meaning & definition of the word "dramatist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δραματολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dramatist
[Δραματουργός]/drɑmətɪst/
noun
1. Someone who writes plays
- synonym:
- dramatist ,
- playwright
1. Κάποιος που γράφει παίζει
- συνώνυμο:
- δραματουργός ,
- θεατρικός συγγραφέας