Translation meaning & definition of the word "dramatic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δραματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dramatic
[Δραματική]/drəmætɪk/
adjective
1. Suitable to or characteristic of drama
- "A dramatic entrance in a swirling cape"
- "A dramatic rescue at sea"
- synonym:
- dramatic
1. Κατάλληλο ή χαρακτηριστικό του δράματος
- "Μια δραματική είσοδος σε ένα στροβιλιζόμενο ακρωτήριο"
- "Μια δραματική διάσωση στη θάλασσα"
- συνώνυμο:
- δραματικός
2. Sensational in appearance or thrilling in effect
- "A dramatic sunset"
- "A dramatic pause"
- "A spectacular display of northern lights"
- "It was a spectacular play"
- "His striking good looks always created a sensation"
- synonym:
- dramatic ,
- spectacular ,
- striking
2. Εντυπωσιακό στην εμφάνιση ή συναρπαστικό στην πράξη
- "Ένα δραματικό ηλιοβασίλεμα"
- "Μια δραματική παύση"
- "Θεαματική επίδειξη των βόρειων φώτων"
- "Ήταν ένα θεαματικό παιχνίδι"
- "Η εντυπωσιακή καλή εμφάνισή του δημιουργούσε πάντα μια αίσθηση"
- συνώνυμο:
- δραματικός ,
- θεαματικός ,
- εντυπωσιακός
3. Pertaining to or characteristic of drama
- "Dramatic arts"
- synonym:
- dramatic
3. Που αφορούν ή χαρακτηριστικά του δράματος
- "Δραματικές τέχνες"
- συνώνυμο:
- δραματικός
4. Used of a singer or singing voice that is marked by power and expressiveness and a histrionic or theatrical style
- "A dramatic tenor"
- "A dramatic soprano"
- synonym:
- dramatic
4. Χρησιμοποιείται τραγουδιστής ή τραγουδιστική φωνή που χαρακτηρίζεται από δύναμη και εκφραστικότητα και ιστριονικό ή θεατρικό στυλ
- "Εντυπωσιακός τενόρος"
- "Θεαματική σοπράνο"
- συνώνυμο:
- δραματικός
Examples of using
The story of Tom and Mary's relationships is full of dramatic events.
Η ιστορία των σχέσεων του Τομ και της Μαίρης είναι γεμάτη δραματικά γεγονότα.