Translation meaning & definition of the word "dram" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραμμάριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dram
[Δράμι]/dræm/
noun
1. A unit of apothecary weight equal to an eighth of an ounce or to 60 grains
- synonym:
- dram ,
- drachm ,
- drachma
1. Μια μονάδα βάρους αποθηκευτικού ίσο με ένα όγδοο της ουγγιάς ή με 60 κόκκους
- συνώνυμο:
- δραματουργείο ,
- δραχ ,
- δραχμή
2. 1/16 ounce or 1.771 grams
- synonym:
- dram
2. 1/16 ουγγιά ή 1.771 γραμμάρια
- συνώνυμο:
- δραματουργείο
3. The basic unit of money in armenia
- synonym:
- dram
3. Η βασική μονάδα χρήματος στην αρμενία
- συνώνυμο:
- δραματουργείο