Translation meaning & definition of the word "drained" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "στραγγισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Drained
[Στραγγαλίζω]/drend/
adjective
1. Emptied or exhausted of (as by drawing off e.g. water or other liquid)
- "A drained marsh"
- "A drained tank"
- "A drained and apathetic old man...not caring any longer about anything"
- synonym:
- drained
1. Αδειάζει ή εξαντλείται από (α, αναρροφώντας π.χ. νερό ή άλλο υγρό)
- "Ένας στραγγισμένος βάλτος"
- "Μια στραγγισμένη δεξαμενή"
- "Ένας στραγγισμένος και απαθής γέρος.δεν νοιάζεται πια για τίποτα"
- συνώνυμο:
- στραγγισμένος
2. Very tired
- synonym:
- knackered ,
- drained
2. Πολύ κουρασμένος
- συνώνυμο:
- πατώ ,
- στραγγισμένος
3. Drained of electric charge
- Discharged
- "A dead battery"
- "Left the lights on and came back to find the battery drained"
- synonym:
- dead ,
- drained
3. Αποστραγγισμένο από ηλεκτρικό φορτίο
- Αποφορτισμένος
- "Νεκρή μπαταρία"
- "Άφησε τα φώτα αναμμένα και επέστρεψε για να βρει την μπαταρία στραγγισμένη"
- συνώνυμο:
- νεκρός ,
- στραγγισμένος