Translation meaning & definition of the word "drag" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "σύρετε" στην ελληνική γλώσσα
Drag
[Σύρω]noun
1. The phenomenon of resistance to motion through a fluid
- synonym:
- drag ,
- retarding force
1. Το φαινόμενο της αντίστασης στην κίνηση μέσω ενός ρευστού
- συνώνυμο:
- σύρετε ,
- δύναμη επιβράδυνσης
2. Something that slows or delays progress
- "Taxation is a drag on the economy"
- "Too many laws are a drag on the use of new land"
- synonym:
- drag
2. Κάτι που επιβραδύνει ή καθυστερεί την πρόοδο
- "Η φορολογία είναι τροχοπέδη στην οικονομία"
- "Πάρα πολλοί νόμοι αποτελούν τροχοπέδη για τη χρήση νέας γης"
- συνώνυμο:
- σύρετε
3. Something tedious and boring
- "Peeling potatoes is a drag"
- synonym:
- drag
3. Κάτι κουραστικό και βαρετό
- "Το ξεφλούδισμα των πατατών είναι ένα σύρσιμο"
- συνώνυμο:
- σύρετε
4. Clothing that is conventionally worn by the opposite sex (especially women's clothing when worn by a man)
- "He went to the party dressed in drag"
- "The waitresses looked like missionaries in drag"
- synonym:
- drag
4. Ρούχα που φοριούνται συμβατικά από το αντίθετο φύλο (ειδικά γυναικεία ρούχα όταν φοριούνται από έναν άνδρα)
- "Πήγε στο πάρτι ντυμένος στο τράβηγμα"
- "Οι σερβιτόρες έμοιαζαν με ιεραπόστολους στο drag"
- συνώνυμο:
- σύρετε
5. A slow inhalation (as of tobacco smoke)
- "He took a puff on his pipe"
- "He took a drag on his cigarette and expelled the smoke slowly"
- synonym:
- puff ,
- drag ,
- pull
5. Μια αργή εισπνοή (από τον καπνό του τσιγάρου)
- "Πήρε μια ρουφηξιά στην πίπα του"
- "Τράβηξε το τσιγάρο του και έδιωξε τον καπνό αργά"
- συνώνυμο:
- φούσκωμα ,
- σύρετε ,
- τραβώ
6. The act of dragging (pulling with force)
- "The drag up the hill exhausted him"
- synonym:
- drag
6. Η πράξη του σύρσιμου (τράβηγμα με δύναμη)
- "Το σύρσιμο στο λόφο τον εξάντλησε"
- συνώνυμο:
- σύρετε
verb
1. Pull, as against a resistance
- "He dragged the big suitcase behind him"
- "These worries were dragging at him"
- synonym:
- drag
1. Τράβα, σαν ενάντια σε μια αντίσταση
- "Έσυρε τη μεγάλη βαλίτσα πίσω του"
- "Αυτές οι ανησυχίες του έσερναν"
- συνώνυμο:
- σύρετε
2. Draw slowly or heavily
- "Haul stones"
- "Haul nets"
- synonym:
- haul ,
- hale ,
- cart ,
- drag
2. Σχεδιάστε αργά ή βαριά
- "Haul stones"
- "Διχτυα αναψυξης"
- συνώνυμο:
- ανάσυρση ,
- hale ,
- καρότσι ,
- σύρετε
3. Force into some kind of situation, condition, or course of action
- "They were swept up by the events"
- "Don't drag me into this business"
- synonym:
- embroil ,
- tangle ,
- sweep ,
- sweep up ,
- drag ,
- drag in
3. Δύναμη σε κάποιο είδος κατάστασης, κατάστασης ή πορείας δράσης
- "Τους σάρωσαν τα γεγονότα"
- "Μη με παρασύρεις σε αυτή την επιχείρηση"
- συνώνυμο:
- εμπλέκω ,
- μπερδεύω ,
- σκουπίζω ,
- σύρετε ,
- σύρετε μέσα
4. Move slowly and as if with great effort
- synonym:
- drag
4. Κινηθείτε αργά και σαν με μεγάλη προσπάθεια
- συνώνυμο:
- σύρετε
5. To lag or linger behind
- "But in so many other areas we still are dragging"
- synonym:
- drag ,
- trail ,
- get behind ,
- hang back ,
- drop behind ,
- drop back
5. Να υστερεί ή να μένει πίσω
- "Αλλά σε τόσους άλλους τομείς σέρνουμε ακόμα"
- συνώνυμο:
- σύρετε ,
- μονοπάτι ,
- πέσε πίσω ,
- κρεμάστε πίσω ,
- πέφτω πίσω ,
- πτώση πίσω
6. Suck in or take (air)
- "Draw a deep breath"
- "Draw on a cigarette"
- synonym:
- puff ,
- drag ,
- draw
6. Πιπιλίστε ή πάρτε (αέρας)
- "Τράβα μια βαθιά ανάσα"
- "Ζωγράφισε σε ένα τσιγάρο"
- συνώνυμο:
- φούσκωμα ,
- σύρετε ,
- σχεδιάζω
7. Use a computer mouse to move icons on the screen and select commands from a menu
- "Drag this icon to the lower right hand corner of the screen"
- synonym:
- drag
7. Χρησιμοποιήστε ένα ποντίκι υπολογιστή για να μετακινήσετε εικονίδια στην οθόνη και να επιλέξετε εντολές από ένα μενού
- "Σύρετε αυτό το εικονίδιο στην κάτω δεξιά γωνία της οθόνης"
- συνώνυμο:
- σύρετε
8. Walk without lifting the feet
- synonym:
- scuff ,
- drag
8. Περπατήστε χωρίς να σηκώσετε τα πόδια
- συνώνυμο:
- τσακίζω ,
- σύρετε
9. Search (as the bottom of a body of water) for something valuable or lost
- synonym:
- dredge ,
- drag
9. Αναζητήστε (ως τον πυθμένα ενός υδάτινου σώματος) κάτι πολύτιμο ή χαμένο
- συνώνυμο:
- βυθοκόρηση ,
- σύρετε
10. Persuade to come away from something attractive or interesting
- "He dragged me away from the television set"
- synonym:
- drag
10. Πείστε να βγείτε μακριά από κάτι ελκυστικό ή ενδιαφέρον
- "Με έσυρε μακριά από την τηλεόραση"
- συνώνυμο:
- σύρετε
11. Proceed for an extended period of time
- "The speech dragged on for two hours"
- synonym:
- drag ,
- drag on ,
- drag out
11. Προχωρήστε για παρατεταμένο χρονικό διάστημα
- "Η ομιλία σύρθηκε για δύο ώρες"
- συνώνυμο:
- σύρετε ,
- τραβώ ,
- τραβώ έξω