Translation meaning & definition of the word "draft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σχέδιο" στην ελληνική γλώσσα
Draft
[Σχέδιο]noun
1. A document ordering the payment of money
- Drawn by one person or bank on another
- synonym:
- draft ,
- bill of exchange ,
- order of payment
1. Ένα έγγραφο που παραγγέλλει την πληρωμή των χρημάτων
- Παρασυρόμενος από ένα άτομο ή τράπεζα σε άλλο
- συνώνυμο:
- σχέδιο ,
- λογαριασμός ανταλλαγής ,
- σειρά πληρωμής
2. A current of air (usually coming into a chimney or room or vehicle)
- synonym:
- draft ,
- draught
2. Ένα ρεύμα αέρα (συνήθως έρχεται σε μια καμινάδα ή δωμάτιο ή όχημα)
- συνώνυμο:
- σχέδιο ,
- παρασύρω
3. A preliminary sketch of a design or picture
- synonym:
- draft ,
- rough drawing
3. Ένα προκαταρκτικό σκίτσο ενός σχεδίου ή μιας εικόνας
- συνώνυμο:
- σχέδιο ,
- τραχύ σχέδιο
4. A serving of drink (usually alcoholic) drawn from a keg
- "They served beer on draft"
- synonym:
- draft ,
- draught ,
- potation ,
- tipple
4. Μια μερίδα ποτού (συνήθως αλκοολικό) που προέρχεται από ένα βαρέλι
- "Σερβίρουν μπύρα στο πρόχειρο"
- συνώνυμο:
- σχέδιο ,
- παρασύρω ,
- ποτήρια ,
- αναταραχή
5. Any of the various versions in the development of a written work
- "A preliminary draft"
- "The final draft of the constitution"
- synonym:
- draft ,
- draft copy
5. Οποιαδήποτε από τις διάφορες εκδοχές στην ανάπτυξη γραπτής εργασίας
- "Προκαταρκτικό σχέδιο"
- "Το τελικό σχέδιο του συντάγματος"
- συνώνυμο:
- σχέδιο ,
- πρόχειρο αντίγραφο
6. The depth of a vessel's keel below the surface (especially when loaded)
- synonym:
- draft ,
- draught
6. Το βάθος της καρίνας ενός σκάφους κάτω από την επιφάνεια (ειδικά όταν φορτώνεται)
- συνώνυμο:
- σχέδιο ,
- παρασύρω
7. A regulator for controlling the flow of air in a fireplace
- synonym:
- draft
7. Ένας ρυθμιστής για τον έλεγχο της ροής του αέρα σε ένα τζάκι
- συνώνυμο:
- σχέδιο
8. A dose of liquid medicine
- "He took a sleeping draft"
- synonym:
- draft ,
- draught
8. Μια δόση υγρού φαρμάκου
- "Πήρε ένα πρόχειρο ύπνου"
- συνώνυμο:
- σχέδιο ,
- παρασύρω
9. Compulsory military service
- synonym:
- conscription ,
- muster ,
- draft ,
- selective service
9. Υποχρεωτική στρατιωτική θητεία
- συνώνυμο:
- στρατολόγηση ,
- συγκεντρωτήσ ,
- σχέδιο ,
- επιλεκτική υπηρεσία
10. A large and hurried swallow
- "He finished it at a single gulp"
- synonym:
- gulp ,
- draft ,
- draught ,
- swig
10. Ένα μεγάλο και βιαστικό χελιδόνι
- "Το τελείωσε σε ένα και μοναδικό βάτραχο"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- σχέδιο ,
- παρασύρω ,
- παραπαίω
11. The act of moving a load by drawing or pulling
- synonym:
- draft ,
- draught ,
- drawing
11. Η πράξη της μετακίνησης ενός φορτίου με το σχέδιο ή το τράβηγμα
- συνώνυμο:
- σχέδιο ,
- παρασύρω ,
- σχεδίαση
verb
1. Draw up an outline or sketch for something
- "Draft a speech"
- synonym:
- draft ,
- outline
1. Σχεδιάστε ένα περίγραμμα ή σκίτσο για κάτι
- "Συντάξτε μια ομιλία"
- συνώνυμο:
- σχέδιο ,
- περίγραμμα
2. Engage somebody to enter the army
- synonym:
- enlist ,
- draft ,
- muster in
2. Εμπλέξτε κάποιον να μπει στο στρατό
- συνώνυμο:
- κατατάσσω ,
- σχέδιο ,
- συγκεντρώνω
3. Make a blueprint of
- synonym:
- blueprint ,
- draft ,
- draught
3. Κάνω ένα σχέδιο
- συνώνυμο:
- σχεδιάγραμμα ,
- σχέδιο ,
- παρασύρω