Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "drab" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρπάξτε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Drab

[Ντράμπ]
/dræb/

noun

1. A dull greyish to yellowish or light olive brown

    synonym:
  • olive drab
  • ,
  • drab

1. Ένα θαμπό γκριζωπό έως κιτρινωπό ή ανοιχτό καφέ ελιάς

    συνώνυμο:
  • ελαιουργείο
  • ,
  • παραληρώ

adjective

1. Lacking in liveliness or charm or surprise

  • "Her drab personality"
  • "Life was drab compared with the more exciting life style overseas"
  • "A series of dreary dinner parties"
    synonym:
  • drab
  • ,
  • dreary

1. Λείπει η ζωντάνια ή η γοητεία ή η έκπληξη

  • "Η προσωπικότητά της"
  • "Η ζωή ήταν δραματική σε σύγκριση με τον πιο συναρπαστικό τρόπο ζωής στο εξωτερικό"
  • "Μια σειρά θλιβερών πάρτι δείπνου"
    συνώνυμο:
  • παραληρώ
  • ,
  • θλιβερός

2. Lacking brightness or color

  • Dull
  • "Drab faded curtains"
  • "Sober puritan grey"
  • "Children in somber brown clothes"
    synonym:
  • drab
  • ,
  • sober
  • ,
  • somber
  • ,
  • sombre

2. Έλλειψη φωτεινότητας ή χρώματος

  • Βαρετός
  • "Αρπάξτε ξεθωριασμένες κουρτίνες"
  • "Πουριτανικό γκρι"
  • "Παιδιά σε καφέ και σκοτεινά ρούχα"
    συνώνυμο:
  • παραληρώ
  • ,
  • νηφάλιος
  • ,
  • σκοτεινόσ
  • ,
  • σκοτάδι

3. Of a light brownish green color

    synonym:
  • olive-drab
  • ,
  • drab

3. Από ένα ανοιχτό καφετί πράσινο χρώμα

    συνώνυμο:
  • ελαιοαρπακτικό
  • ,
  • παραληρώ

4. Causing dejection

  • "A blue day"
  • "The dark days of the war"
  • "A week of rainy depressing weather"
  • "A disconsolate winter landscape"
  • "The first dismal dispiriting days of november"
  • "A dark gloomy day"
  • "Grim rainy weather"
    synonym:
  • blue
  • ,
  • dark
  • ,
  • dingy
  • ,
  • disconsolate
  • ,
  • dismal
  • ,
  • gloomy
  • ,
  • grim
  • ,
  • sorry
  • ,
  • drab
  • ,
  • drear
  • ,
  • dreary

4. Προκαλώντας απόρριψη

  • "Μια μπλε μέρα"
  • "Οι σκοτεινές μέρες του πολέμου"
  • "Μια εβδομάδα βροχερού καταθλιπτικού καιρού"
  • "Ένα απαρηγόρητο χειμερινό τοπίο"
  • "Οι πρώτες θλιβερές μέρες του νοεμβρίου"
  • "Μια σκοτεινή ζοφερή μέρα"
  • "Βροχερός καιρός"
    συνώνυμο:
  • μπλε
  • ,
  • σκοτεινός
  • ,
  • ντίνγκε
  • ,
  • αποσυναρμολογώ
  • ,
  • αποθαρρυντικός
  • ,
  • ζοφερόσ
  • ,
  • γκρινιάζω
  • ,
  • συγγνώμη
  • ,
  • παραληρώ
  • ,
  • ντρέαρ
  • ,
  • θλιβερός