Translation meaning & definition of the word "downright" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεξιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Downright
[Δεξιά]/daʊnraɪt/
adjective
1. Characterized by plain blunt honesty
- "A downright answer"
- "A downright kind of person"
- synonym:
- downright
1. Χαρακτηρίζεται από απλή ειλικρίνεια
- "Μια εντελώς απάντηση"
- "Ένα εντελώς είδος ανθρώπου"
- συνώνυμο:
- εντελώς
2. Complete and without restriction or qualification
- Sometimes used informally as intensifiers
- "Absolute freedom"
- "An absolute dimwit"
- "A downright lie"
- "Out-and-out mayhem"
- "An out-and-out lie"
- "A rank outsider"
- "Many right-down vices"
- "Got the job through sheer persistence"
- "Sheer stupidity"
- synonym:
- absolute ,
- downright ,
- out-and-out(a) ,
- rank(a) ,
- right-down ,
- sheer(a)
2. Πλήρης και χωρίς περιορισμούς ή προσόντα
- Μερικές φορές χρησιμοποιείται ανεπίσημα ως ενισχυτές
- "Απόλυτη ελευθερία"
- "Ένα απόλυτο αμυδρό"
- "Εντελώς ψέμα"
- "Εξωτερικό χάος"
- "Ένα ψέμα εκτός δρόμου"
- "Ένας ξένος"
- "Πολλές δεξιές κακίες"
- "Ξεχνάτε τη δουλειά μέσα από την απόλυτη επιμονή"
- "Αυτή η βλακεία"
- συνώνυμο:
- απόλυτος ,
- εντελώς ,
- εξω-και-ουτ(-) ,
- βασι(α ,
- δεξιά προς τα κάτω ,
- φαρυ(
adverb
1. Thoroughgoing
- "He is outright dishonest"
- synonym:
- downright
1. Ενδελεχή
- "Είναι εντελώς ανέντιμος"
- συνώνυμο:
- εντελώς
Examples of using
But that's... downright disgusting. Why isn't anybody doing something against that?
Αλλά αυτό είναι εντελώς αηδιαστικό. Γιατί κανείς δεν κάνει κάτι εναντίον αυτού?