Translation meaning & definition of the word "downhill" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Downhill
[Κατάβαση]/daʊnhɪl/
noun
1. The downward slope of a hill
- synonym:
- downhill
1. Η καθοδική πλαγιά ενός λόφου
- συνώνυμο:
- κατηφόρα
2. A ski race down a trail
- synonym:
- downhill
2. Ένας αγώνας σκι κάτω από ένα μονοπάτι
- συνώνυμο:
- κατηφόρα
adjective
1. Sloping down rather steeply
- synonym:
- declivitous ,
- downhill ,
- downward-sloping
1. Κλίση κάτω μάλλον απότομα
- συνώνυμο:
- δηλητηριώδησ ,
- κατηφόρα ,
- καθοδική πορεία
adverb
1. Toward a lower or inferior state
- "Your performance has been going downhill for a long time now"
- synonym:
- downhill
1. Προς μια κατώτερη ή κατώτερη κατάσταση
- "Η απόδοσή σας έχει κατέβει εδώ και πολύ καιρό"
- συνώνυμο:
- κατηφόρα
2. Toward the bottom of a hill
- "Running downhill, he gained a lot of speed"
- synonym:
- downhill
2. Προς το κάτω μέρος ενός λόφου
- "Τρέχοντας κατάβαση, κέρδισε πολλή ταχύτητα"
- συνώνυμο:
- κατηφόρα