Translation meaning & definition of the word "down" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάτω" στην ελληνική γλώσσα
Down
[Κάτω]noun
1. Soft fine feathers
- synonym:
- down ,
- down feather
1. Μαλακά φτερά
- συνώνυμο:
- κάτω ,
- κάτω φτερό
2. (american football) a complete play to advance the football
- "You have four downs to gain ten yards"
- synonym:
- down
2. (αμερικανικό ποδόσφαιρο) ένα πλήρες παιχνίδι για την προώθηση του ποδοσφαίρου
- "Έχετε τέσσερα μειονεκτήματα για να κερδίσετε δέκα μέτρα"
- συνώνυμο:
- κάτω
3. English physician who first described down's syndrome (1828-1896)
- synonym:
- Down ,
- John L. H. Down
3. Άγγλος γιατρός που περιέγραψε για πρώτη φορά το σύνδρομο του (1828-1896)
- συνώνυμο:
- Κάτω ,
- Τζον Λ. Χ. Κάτω
4. (usually plural) a rolling treeless highland with little soil
- synonym:
- down
4. (συνήθως πληθυντικός) ένα κυλιόμενο ορεινό έδαφος χωρίς πέτρες με λίγο χώμα
- συνώνυμο:
- κάτω
5. Fine soft dense hair (as the fine short hair of cattle or deer or the wool of sheep or the undercoat of certain dogs)
- synonym:
- down ,
- pile
5. Λεπτή μαλακή πυκνή τρίχα (ας τα λεπτά κοντά μαλλιά των βοοειδών ή των ελαφιών ή το μαλλί των προβάτων ή το υπόστρωμα
- συνώνυμο:
- κάτω ,
- σωρός
verb
1. Drink down entirely
- "He downed three martinis before dinner"
- "She killed a bottle of brandy that night"
- "They popped a few beer after work"
- synonym:
- toss off ,
- pop ,
- bolt down ,
- belt down ,
- pour down ,
- down ,
- drink down ,
- kill
1. Πιείτε εντελώς
- "Κατέβασε τρία μαρτίνι πριν το δείπνο"
- "Σκότωσε ένα μπουκάλι μπράντι εκείνο το βράδυ"
- "Έβγαλαν μερικές μπύρες μετά τη δουλειά"
- συνώνυμο:
- αποβάλλω ,
- πολ ,
- βίδα κάτω ,
- πετώ ,
- ρίχνω ,
- κάτω ,
- πίνω ,
- σκοτώνω
2. Eat immoderately
- "Some people can down a pound of meat in the course of one meal"
- synonym:
- devour ,
- down ,
- consume ,
- go through
2. Τρώτε ανεπαίσθητα
- "Μερικοί άνθρωποι μπορούν να κατεβάσουν ένα κιλό κρέας κατά τη διάρκεια ενός γεύματος"
- συνώνυμο:
- καταβροχθίζω ,
- κάτω ,
- καταναλώνω ,
- περνώ
3. Bring down or defeat (an opponent)
- synonym:
- down
3. Φέρτε κάτω ή να νικήσει (ανός αντίπαλος)
- συνώνυμο:
- κάτω
4. Shoot at and force to come down
- "The enemy landed several of our aircraft"
- synonym:
- down ,
- shoot down ,
- land
4. Πυροβολήστε και αναγκάστε να κατέβει
- "Ο εχθρός προσγειώθηκε σε αρκετά από τα αεροσκάφη μας"
- συνώνυμο:
- κάτω ,
- καταρρίπτω ,
- γη
5. Cause to come or go down
- "The policeman downed the heavily armed suspect"
- "The mugger knocked down the old lady after she refused to hand over her wallet"
- synonym:
- down ,
- knock down ,
- cut down ,
- push down ,
- pull down
5. Αιτία να έρθει ή να πάει κάτω
- "Ο αστυνομικός κατέρριψε τον βαριά ένοπλο ύποπτο"
- "Ο ληστής χτύπησε την γριά αφού αρνήθηκε να παραδώσει το πορτοφόλι της"
- συνώνυμο:
- κάτω ,
- κλονίζω ,
- κόβω ,
- πιέζω ,
- τραβώ προς τα κάτω
6. Improve or perfect by pruning or polishing
- "Refine one's style of writing"
- synonym:
- polish ,
- refine ,
- fine-tune ,
- down
6. Βελτιώστε ή τελειοποιήστε με το κλάδεμα ή τη στίλβωση
- "Επαναδιατυπώστε το στυλ γραφής"
- συνώνυμο:
- πολωνικά ,
- βελτιώνω ,
- λεπτός ,
- κάτω
adjective
1. Being or moving lower in position or less in some value
- "Lay face down"
- "The moon is down"
- "Our team is down by a run"
- "Down by a pawn"
- "The stock market is down today"
- synonym:
- down
1. Είναι ή κινείται χαμηλότερα στη θέση του ή λιγότερο σε κάποια τιμή
- "Τοποθετήστε το πρόσωπο κάτω"
- "Το φεγγάρι είναι κάτω"
- "Η ομάδα μας είναι κάτω από ένα τρέξιμο"
- "Κάτω από ένα πιόνι"
- "Το χρηματιστήριο είναι κάτω σήμερα"
- συνώνυμο:
- κάτω
2. Extending or moving from a higher to a lower place
- "The down staircase"
- "The downward course of the stream"
- synonym:
- down(a) ,
- downward(a)
2. Επέκταση ή μετάβαση από ένα υψηλότερο σε ένα χαμηλότερο μέρος
- "Η κάτω σκάλα"
- "Η καθοδική πορεία του ρεύματος"
- συνώνυμο:
- υπ() ,
- πτωτικό(
3. Becoming progressively lower
- "The down trend in the real estate market"
- synonym:
- down(a)
3. Να γίνει σταδιακά χαμηλότερη
- "Η καθοδική τάση στην αγορά ακινήτων"
- συνώνυμο:
- υπ()
4. Being put out by a strikeout
- "Two down in the bottom of the ninth"
- synonym:
- down(p)
4. Που τον παραβλέπουν από απεργία
- "Δύο κάτω στο κάτω μέρος του ένατου"
- συνώνυμο:
- ΚΟΝ()<TAG1>
5. Understood perfectly
- "Had his algebra problems down"
- synonym:
- down ,
- down pat(p) ,
- mastered
5. Κατανοητό απόλυτα
- "Έχει προβλήματα άλγεβρας του κάτω"
- συνώνυμο:
- κάτω ,
- κάτω από το () ,
- κατακτηθεί
6. Lower than previously
- "The market is depressed"
- "Prices are down"
- synonym:
- depressed ,
- down(p)
6. Χαμηλότερα από προηγουμένως
- "Η αγορά είναι καταθλιπτική"
- "Οι τιμές είναι κάτω"
- συνώνυμο:
- κατάθλιψη ,
- ΚΟΝ()<TAG1>
7. Shut
- "The shades were down"
- synonym:
- down
7. Κλείνω
- "Οι αποχρώσεις ήταν κάτω"
- συνώνυμο:
- κάτω
8. Not functioning (temporarily or permanently)
- "We can't work because the computer is down"
- synonym:
- down
8. Δεν λειτουργεί (προσωρινά ή μόνιμα)
- "Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε επειδή ο υπολογιστής είναι κάτω"
- συνώνυμο:
- κάτω
9. Filled with melancholy and despondency
- "Gloomy at the thought of what he had to face"
- "Gloomy predictions"
- "A gloomy silence"
- "Took a grim view of the economy"
- "The darkening mood"
- "Lonely and blue in a strange city"
- "Depressed by the loss of his job"
- "A dispirited and resigned expression on her face"
- "Downcast after his defeat"
- "Feeling discouraged and downhearted"
- synonym:
- gloomy ,
- grim ,
- blue ,
- depressed ,
- dispirited ,
- down(p) ,
- downcast ,
- downhearted ,
- down in the mouth ,
- low ,
- low-spirited
9. Γεμάτο με μελαγχολία και απελπισία
- "Ελευθερία στη σκέψη του τι έπρεπε να αντιμετωπίσει"
- "Ελεύθερες προβλέψεις"
- "Μια ζοφερή σιωπή"
- "Έχει μια ζοφερή άποψη για την οικονομία"
- "Η σκοτεινή διάθεση"
- "Μοναχικό και μπλε σε μια παράξενη πόλη"
- "Καταθλιπτικός από την απώλεια της δουλειάς του"
- "Μια ανατρεπτική και παραιτημένη έκφραση στο πρόσωπό της"
- "Μετά την ήττα του"
- "Αισθάνεστε αποθαρρυμένοι και αποκαρδιωμένοι"
- συνώνυμο:
- ζοφερόσ ,
- γκρινιάζω ,
- μπλε ,
- κατάθλιψη ,
- αποπληρώνω ,
- ΚΟΝ()<TAG1> ,
- πτώση ,
- απερίσκεπτοσ ,
- κάτω στο στόμα ,
- χαμηλός ,
- χαμηλοπενιχρόσ
adverb
1. Spatially or metaphorically from a higher to a lower level or position
- "Don't fall down"
- "Rode the lift up and skied down"
- "Prices plunged downward"
- synonym:
- down ,
- downwards ,
- downward ,
- downwardly
1. Χωρικά ή μεταφορικά από υψηλότερο σε χαμηλότερο επίπεδο ή θέση
- "Μην πέσεις"
- "Σηκώστε τον ανελκυστήρα και πατήστε κάτω"
- "Οι τιμές βυθίστηκαν προς τα κάτω"
- συνώνυμο:
- κάτω ,
- προς τα κάτω
2. Away from a more central or a more northerly place
- "Was sent down to work at the regional office"
- "Worked down on the farm"
- "Came down for the wedding"
- "Flew down to florida"
- synonym:
- down
2. Μακριά από ένα πιο κεντρικό ή πιο βόρειο μέρος
- "Στάλθηκε για να εργαστεί στο περιφερειακό γραφείο"
- "Εργάστηκε στο αγρόκτημα"
- "Ήρθε κάτω για το γάμο"
- "Πήγα στη φλόριντα"
- συνώνυμο:
- κάτω
3. Paid in cash at time of purchase
- "Put ten dollars down on the necklace"
- synonym:
- down
3. Πληρωμή σε μετρητά κατά τη στιγμή της αγοράς
- "Βάλτε δέκα δολάρια κάτω στο κολιέ"
- συνώνυμο:
- κάτω
4. From an earlier time
- "The story was passed down from father to son"
- synonym:
- down
4. Από παλαιότερη εποχή
- "Η ιστορία πέρασε από πατέρα σε γιο"
- συνώνυμο:
- κάτω
5. To a lower intensity
- "He slowly phased down the light until the stage was completely black"
- synonym:
- down
5. Σε χαμηλότερη ένταση
- "Κατέβασε αργά το φως μέχρι που η σκηνή ήταν εντελώς μαύρη"
- συνώνυμο:
- κάτω
6. In an inactive or inoperative state
- "The factory went down during the strike"
- "The computer went down again"
- synonym:
- down
6. Σε ανενεργή ή ανενεργή κατάσταση
- "Το εργοστάσιο κατέβηκε κατά τη διάρκεια της απεργίας"
- "Ο υπολογιστής κατέβηκε πάλι"
- συνώνυμο:
- κάτω