Translation meaning & definition of the word "dover" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πόβερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dover
[Ντόβερ]/doʊvər/
noun
1. The capital of the state of delaware
- synonym:
- Dover ,
- capital of Delaware
1. Η πρωτεύουσα της πολιτείας του ντέλαγουερ
- συνώνυμο:
- Ντόβερ ,
- πρωτεύουσα του Ντέλαγουερ