Translation meaning & definition of the word "dour" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρυ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dour
[Καταβάλλω]/daʊər/
adjective
1. Stubbornly unyielding
- "Dogged persistence"
- "Dour determination"
- "The most vocal and pertinacious of all the critics"
- "A mind not gifted to discover truth but tenacious to hold it"- t.s.eliot
- "Men tenacious of opinion"
- synonym:
- dogged ,
- dour ,
- persistent ,
- pertinacious ,
- tenacious ,
- unyielding
1. Πεισματικά αποκλίνουσα
- "Σκυμμένη επιμονή"
- "Τρελή αποφασιστικότητα"
- "Το πιο φωνητικό και διαταραγμένο από όλους τους κριτικούς"
- "Ένας νους που δεν είναι προικισμένος να ανακαλύψει την αλήθεια, αλλά επίμονος να την κρατήσει"- τ.σ.ελιότ
- "Άνδρες αντιπαράθεσης γνώμης"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- παραπονιέμαι ,
- επίμονος ,
- αναλλοίωτοσ ,
- ανεπιτήδευτοσ
2. Harshly uninviting or formidable in manner or appearance
- "A dour, self-sacrificing life"
- "A forbidding scowl"
- "A grim man loving duty more than humanity"
- "Undoubtedly the grimmest part of him was his iron claw"- j.m.barrie
- synonym:
- dour ,
- forbidding ,
- grim
2. Σκληρά απρόσκλητος ή τρομερός στον τρόπο ή την εμφάνιση
- "Μια θλίψη, αυτοθυσιαστική ζωή"
- "Απαγορεύει το κατουράνιο"
- "Ένας ζοφερός άνθρωπος που αγαπά το καθήκον περισσότερο από την ανθρωπότητα"
- "Αναμφισβήτητα το πιο τρομακτικό κομμάτι του ήταν το σιδερένιο νύχι του" - τζ.μ.μπάρι
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- απαγορεύει ,
- γκρινιάζω
3. Showing a brooding ill humor
- "A dark scowl"
- "The proverbially dour new england puritan"
- "A glum, hopeless shrug"
- "He sat in moody silence"
- "A morose and unsociable manner"
- "A saturnine, almost misanthropic young genius"- bruce bliven
- "A sour temper"
- "A sullen crowd"
- synonym:
- dark ,
- dour ,
- glowering ,
- glum ,
- moody ,
- morose ,
- saturnine ,
- sour ,
- sullen
3. Δείχνοντας ένα κακό χιούμορ
- "Ένα σκοτεινό καταφύγιο"
- "Η παροιμιώδης τροπή της νέας αγγλίας πουριτάν"
- "Ένα σκοτεινό, απελπιστικό ναρκωτικό"
- "Κάθησε σε κυκλοθυμική σιωπή"
- "Ένας βρώμικος και αντικοινωνικός τρόπος"
- "Μια αυτονομιστική, σχεδόν μισανθρωπική νέα ιδιοφυΐα" - μπρους μπλίβεν
- "Μια ξινή ιδιοσυγκρασία"
- "Ένα πλήθος από ανατριχιαστικό"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός ,
- παραπονιέμαι ,
- λαμπερό ,
- αποτυχία ,
- κυκλοθυμικόσ ,
- αναβλύζω ,
- σατουρνίνη ,
- ξινός ,
- νανούρισμα
Examples of using
She gave us a dour look when we suggested that she apologize.
Μας έδωσε μια τρομερή ματιά όταν προτείναμε να ζητήσει συγγνώμη.