Translation meaning & definition of the word "dough" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκληρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dough
[Ζύμη]/doʊ/
noun
1. A flour mixture stiff enough to knead or roll
- synonym:
- dough
1. Ένα μείγμα αλευριού αρκετά σκληρό για να ζυμώσει ή να κυλήσει
- συνώνυμο:
- ζύμη
2. Informal terms for money
- synonym:
- boodle ,
- bread ,
- cabbage ,
- clams ,
- dinero ,
- dough ,
- gelt ,
- kale ,
- lettuce ,
- lolly ,
- lucre ,
- loot ,
- moolah ,
- pelf ,
- scratch ,
- shekels ,
- simoleons ,
- sugar ,
- wampum
2. Άτυποι όροι για τα χρήματα
- συνώνυμο:
- παλιά ,
- ψωμί ,
- λάχανο ,
- αχιβάδεσ ,
- ντίνερο ,
- ζύμη ,
- τζελ ,
- καλέ ,
- μαρούλι ,
- λόλι ,
- λούκερ ,
- λάφυρα ,
- μόλα ,
- πέλμπελ ,
- γρατσουνιά ,
- σέκελ ,
- σιμολέτεσ ,
- ζάχαρη ,
- βαμπού
Examples of using
Roll the dough out thin.
Βγάλτε τη ζύμη λεπτή.
Knead the dough with both hands until it becomes elastic.
Ζυμώνουμε τη ζύμη και με τα δύο χέρια μέχρι να γίνει ελαστική.
Continue stirring until the chocolate chips are mixed uniformly through the cookie dough.
Συνεχίστε να ανακατεύετε μέχρι τα κομματάκια σοκολάτας να αναμειχθούν ομοιόμορφα μέσω της ζύμης μπισκότων.