Translation meaning & definition of the word "doubter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμφιβολία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Doubter
[Αμφιβολία]/daʊtər/
noun
1. Someone who habitually doubts accepted beliefs
- synonym:
- skeptic ,
- sceptic ,
- doubter
1. Κάποιος που συνήθως αμφιβάλλει αποδέχεται πεποιθήσεις
- συνώνυμο:
- σκεπτικιστής ,
- διπλασιαστήσ
2. Someone who is doubtful or noncommittal about something
- synonym:
- agnostic ,
- doubter
2. Κάποιος που είναι αμφίβολος ή μη δεσμευμένος για κάτι
- συνώνυμο:
- αγνωστικιστική ,
- διπλασιαστήσ