Translation meaning & definition of the word "doubling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλασιασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Doubling
[Διπλασιασμός]/dəbəlɪŋ/
noun
1. Increase by a factor of two
- "Doubling with a computer took no time at all"
- synonym:
- doubling
1. Αύξηση κατά ένα συντελεστή δύο
- "Η διπλωματία με έναν υπολογιστή δεν πήρε καθόλου χρόνο"
- συνώνυμο:
- διπλασιασμός
2. Raising the stakes in a card game by a factor of 2
- "I decided his double was a bluff"
- synonym:
- doubling ,
- double
2. Αύξηση των πονταρισμάτων σε ένα παιχνίδι καρτών κατά έναν συντελεστή 2
- "Αποφάσισα ότι το διπλό του ήταν μια μπλόφα"
- συνώνυμο:
- διπλασιασμός ,
- διπλός