Translation meaning & definition of the word "doting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφοφορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Doting
[Ξεχωρίζω]/doʊtɪŋ/
adjective
1. Extravagantly or foolishly loving and indulgent
- "Adoring grandparents"
- "Deceiving her preoccupied and doting husband with a young captain"
- "Hopelessly spoiled by a fond mother"
- synonym:
- adoring ,
- doting ,
- fond
1. Υπερβολικά ή ανόητα αγαπώντας και επιεικής
- "Απολαμβάνοντας παππούδες"
- "Αποστέλλοντας τον απασχολημένο και ψηφοφόρο σύζυγό της με έναν νεαρό καπετάνιο"
- "Χαλασμένος από μια στοργική μητέρα"
- συνώνυμο:
- λατρεύω ,
- που παραπέμπει ,
- αγαπώ