Translation meaning & definition of the word "dosage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δόση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dosage
[Δοσολογία]/doʊsəʤ/
noun
1. The quantity of an active agent (substance or radiation) taken in or absorbed at any one time
- synonym:
- dose ,
- dosage
1. Η ποσότητα ενός ενεργού παράγοντα (ουσία ή ακτινοβολία) που λαμβάνεται ή απορροφάται ανά πάσα στιγμή
- συνώνυμο:
- δόση ,
- δοσολογία
2. A measured portion of medicine taken at any one time
- synonym:
- dose ,
- dosage
2. Μια μετρημένη μερίδα του φαρμάκου που λαμβάνεται ανά πάσα στιγμή
- συνώνυμο:
- δόση ,
- δοσολογία
Examples of using
What is the maximum dosage for an adult?
Ποια είναι η μέγιστη δόση για έναν ενήλικα?