Translation meaning & definition of the word "dorsal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ραχιαίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dorsal
[Ραχιαίος]/dɔrsəl/
adjective
1. Belonging to or on or near the back or upper surface of an animal or organ or part
- "The dorsal fin is the vertical fin on the back of a fish and certain marine mammals"
- synonym:
- dorsal
1. Ανήκει στην πίσω ή κοντά στην ανώτερη ή πίσω επιφάνεια ενός ζώου ή οργάνου ή μέρους
- "Το ραχιαίο πτερύγιο είναι το κάθετο πτερύγιο στο πίσω μέρος ενός ψαριού και ορισμένων θαλάσσιων θηλαστικών"
- συνώνυμο:
- ραχιαίο
2. Facing away from the axis of an organ or organism
- "The abaxial surface of a leaf is the underside or side facing away from the stem"
- synonym:
- abaxial ,
- dorsal
2. Μακριά από τον άξονα ενός οργάνου ή οργανισμού
- "Η ακτινωτή επιφάνεια ενός φύλλου είναι η κάτω πλευρά ή η πλευρά που βλέπει μακριά από το στέλεχος"
- συνώνυμο:
- αβαξιακόσ ,
- ραχιαίο