Translation meaning & definition of the word "dormant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ορμό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dormant
[Κοιμάται]/dɔrmənt/
adjective
1. In a condition of biological rest or suspended animation
- "Dormant buds"
- "A hibernating bear"
- "Torpid frogs"
- synonym:
- dormant ,
- hibernating(a) ,
- torpid
1. Σε κατάσταση βιολογικής ανάπαυσης ή αναστολής κινούμενων σχεδίων
- "Ορμονικά μπουμπούκια"
- "Μια αρκούδα αδρανοποίησης"
- "Τρομακτικοί βάτραχοι"
- συνώνυμο:
- αδρανής ,
- αδρανοποίηση (α) ,
- τρομώδησ
2. (of e.g. volcanos) not erupting and not extinct
- "A dormant volcano"
- synonym:
- dormant ,
- inactive
2. ( π.χ. ηφαιστειογ) δεν εκρήγνυται και δεν εξαφανίζεται
- "Ένα αδρανές ηφαίστειο"
- συνώνυμο:
- αδρανής
3. Lying with head on paws as if sleeping
- synonym:
- dormant(ip) ,
- sleeping
3. Ξαπλωμένος με το κεφάλι στα πόδια σαν να κοιμάται
- συνώνυμο:
- αδρανής() ,
- ύπνος
4. Inactive but capable of becoming active
- "Her feelings of affection are dormant but easily awakened"
- synonym:
- abeyant ,
- dormant
4. Αδρανής αλλά ικανός να γίνει ενεργός
- "Τα συναισθήματα της αγάπης της είναι αδρανή αλλά εύκολα ξυπνάνε"
- συνώνυμο:
- απεχθής ,
- αδρανής
Examples of using
In each of us there lies a dormant superhuman.
Στον καθένα μας βρίσκεται ένας αδρανής υπεράνθρωπος.