Translation meaning & definition of the word "dorm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκύλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dorm
[Κοιτώνα]/dɔrm/
noun
1. A college or university building containing living quarters for students
- synonym:
- dormitory ,
- dorm ,
- residence hall ,
- hall ,
- student residence
1. Ένα κολλέγιο ή ένα πανεπιστημιακό κτίριο που περιέχει χώρους διαβίωσης για τους φοιτητές
- συνώνυμο:
- κοιτώνασ ,
- αίθουσα διαμονής ,
- αίθουσα ,
- φοιτητική κατοικία