Translation meaning & definition of the word "dorado" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δοράδο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dorado
[Ντοράντο]/dɔrɑdoʊ/
noun
1. A constellation in the southern hemisphere near reticulum and pictor
- Contains most of the large magellanic cloud
- synonym:
- Dorado
1. Ένας αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο κοντά στο ράτισβολι και τον πικτόρ
- Περιέχει το μεγαλύτερο μέρος του μαγγελανικού νέφους
- συνώνυμο:
- Ντοράντο