Translation meaning & definition of the word "dope" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεδίο" στην ελληνική γλώσσα
Dope
[Ντόπα]noun
1. Street names for marijuana
- synonym:
- pot ,
- grass ,
- green goddess ,
- dope ,
- weed ,
- gage ,
- sess ,
- sens ,
- smoke ,
- skunk ,
- locoweed ,
- Mary Jane
1. Ονόματα οδών για τη μαριχουάνα
- συνώνυμο:
- δοχείο ,
- χορτάρι ,
- πράσινη θεά ,
- ντόπε ,
- ζιζάνιο ,
- αεροπλάνο ,
- ασ ,
- αίσθηση ,
- καπνός ,
- παραλύω ,
- αποθήκη ,
- Μαίρη Τζέιν
2. An ignorant or foolish person
- synonym:
- dumbbell ,
- dummy ,
- dope ,
- boob ,
- booby ,
- pinhead
2. Ένας αδαής ή ανόητος άνθρωπος
- συνώνυμο:
- αλτήρ ,
- ανδρείκελο ,
- ντόπε ,
- βουητό ,
- βουβώδησ ,
- περόνη
3. Carbonated drink flavored with extract from kola nuts (`dope' is a southernism in the united states)
- synonym:
- cola ,
- dope
3. Ανθρακούχο ποτό αρωματισμένο με εκχύλισμα από καρύδια κόλα (`δόπης είναι ένας νοτιοανατολισμός στις ηνωμένες πολιτείες)
- συνώνυμο:
- κόλα ,
- ντόπε
4. Slang terms for inside information
- "Is that the straight dope?"
- synonym:
- dope ,
- poop ,
- the skinny ,
- low-down
4. Αργαλειοί όροι για εσωτερικές πληροφορίες
- "Είναι αυτό το ευθύ πεπόνι?"
- συνώνυμο:
- ντόπε ,
- πουλί ,
- ο κοκαλιάρης ,
- χαμηλότερα
verb
1. Take drugs to improve one's athletic performance
- synonym:
- dope
1. Πάρτε φάρμακα για να βελτιώσετε την αθλητική απόδοση ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- ντόπε
2. Add impurities to (a semiconductor) in order to produce or modify its properties
- "The resistors have been doped"
- synonym:
- dope
2. Προσθέστε ακαθαρσίες στον ημιαγωγό( ) για να παράγει ή να τροποποιήσει τις ιδιότητές του
- "Οι αντιστάσεις έχουν εξαφανιστεί"
- συνώνυμο:
- ντόπε
3. Give a narcotic to
- "The athletes were dope by the coach before the race"
- synonym:
- dope ,
- dope up
3. Δίνω ναρκωτικό
- "Οι αθλητές ήταν ντόπε από τον προπονητή πριν από τον αγώνα"
- συνώνυμο:
- ντόπε ,
- παρασυρόμενος