Translation meaning & definition of the word "doorkeeper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θυρωρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Doorkeeper
[Θυρωρόσ]/dɔrkipər/
noun
1. An official stationed at the entrance of a courtroom or legislative chamber
- synonym:
- usher ,
- doorkeeper
1. Επίσημη στάθμευση στην είσοδο δικαστικής αίθουσας ή νομοθετικού σώματος
- συνώνυμο:
- επιθυμών ,
- θυρωρόσ
2. The lowest of the minor holy orders in the unreformed western church but now suppressed by the roman catholic church
- synonym:
- doorkeeper ,
- ostiary ,
- ostiarius
2. Το χαμηλότερο από τα ανήλικα ιερά τάγματα στην μη αναμορφωμένη δυτική εκκλησία, αλλά τώρα καταστέλλεται από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία
- συνώνυμο:
- θυρωρόσ ,
- εμπρηστικόσ ,
- οστιακός
3. Someone who guards an entrance
- synonym:
- doorkeeper ,
- doorman ,
- door guard ,
- hall porter ,
- porter ,
- gatekeeper ,
- ostiary
3. Κάποιος που φρουρεί την είσοδο
- συνώνυμο:
- θυρωρόσ ,
- ντόορμαν ,
- φύλακας πόρτας ,
- αίθουσα αχθοφόρων ,
- πόρτερ ,
- πυλώνασ ,
- εμπρηστικόσ